εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΕΦΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
24/12/2011
Κλασικοί με νέο ένδυμα Κάθε γενιά χρειάζεται τις δικές της μεταφράσεις για τον Nτοστογιέφσκι
Συχνά ο αναγνώστης νιώθει την ανάγκη να επανέλθει στους μεγάλους κλασικούς, κι αυτή η επιθυμία ενεργοποιείται από την εμφάνιση μιας νέας μετάφρασης. Ξανανοίγοντας έπειτα από χρόνια τους «Αδελφούς Καραμάζοφ», στη νέα πρόσφατη μετάφρασή τους, περίμενα να ξανανιώσω το ρίγος της πρώτης συνάντησης με το έργο του Ντοστογιέφσκι, της πρώτης νεανικής ανάγνωσης, και δεν απογοητεύτηκα.
Τους «Αδελφούς Καραμάζοφ», το τελευταίο μυθιστόρημά του, ο Ντοστογιέφσκι τους οραματίστηκε ως κορύφωση της τέχνης του. «Αυτό το μυθιστόρημα», γράφει σε κάποια επιστολή, «είναι όλες οι προσδοκίες μου και η ελπίδα της ζωής μου». Πράγματι, εμφανίζεται εδώ πιο ώριμος από κάθε προηγούμενο έργο του, συνθέτει και εξελίσσει όλες τις προηγούμενες κατακτήσεις του. Μυθιστόρημα φιλοσοφικό, όπου αναπτύσσονται ζητήματα όπως η θρησκεία και η ηθική, το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης και της λογικής, και ταυτόχρονα βαθιά ψυχολογικό, ανατομία του ανθρώπινου χαρακτήρα. Αλλά και μυθιστόρημα με αστυνομική σχεδόν πλοκή, που κρατά από την αρχή ώς το τέλος αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και συνάμα μυθιστόρημα που διαρκώς πειραματίζεται με τη φόρμα και τους τρόπους αφήγησης, και που τη μοναδική αξία του αναγνώρισαν, μεταξύ άλλων, ο Φρόιντ, ο Αϊνστάιν, αλλά και ο σημερινός Πάπας.
Πατροκτονία
Στο κέντρο της πλοκής η οικογένεια Καραμάζοφ -ο πατέρας, ενσάρκωση του απόλυτου Κακού και ταυτοχρόνως ένας «παλιάτσος» όπως αυτοπροσδιορίζεται, οι τρεις νόμιμοι γιοι του (Ντμίτρι, Ιβάν και Αλιόσα) και ένας πιθανός νόθος (Σμερντιακόφ) -, δύο γυναίκες (Γκρούσενκα, Κατερίνα Ιβάνοβνα), μήλον της Εριδος μεταξύ πατέρα και γιου η μία, μεταξύ των δύο από τους αδελφούς η δεύτερη, κι ένας γέροντας μοναχός, ο πατέρας Ζωσιμάς. Γύρω τους, ένας σμήνος δευτερευόντων προσώπων. Κόμβος της πλοκής, η πατροκτονία, τόσο ως έγκλημα που διαπράττεται στο μέσον του μυθιστορήματος όσο και ως επιθυμία, πειρασμός για όλους τους αδελφούς. «Ποιος δεν επιθυμεί τον θάνατο του πατέρα του;», αναφωνεί στο δικαστήριο ο Ιβάν, εξηγώντας έτσι την ιδιαίτερη εκτίμηση του Φρόιντ.
Μυθιστόρημα που κρατά τον αναγνώστη του με κομμένη την ανάσα τόσο στα πιο ρεαλιστικά του σημεία, εκεί όπου οι ήρωες ξεσπούν σε δάκρυα ή σε οργισμένα λόγια, που αλλάζουν γνώμη, αγκαλιάζονται, φιλιούνται ή γονατίζουν ο ένας μπροστά στον άλλον, όσο και στις πιο φιλοσοφικές στιγμές του, όπου συνδιαλέγονται για τα υψηλά. Και μόνο για τον μονόλογο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή προς τον Χριστό, ένα από τα πιο καίρια και γοητευτικά κείμενα για την ελευθερία της ανθρώπινης βούλησης και τις θρησκείες, αξίζει κανείς να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τους «Αδελφούς Καραμάζοφ».
Το στοίχημα
Αν για τα πρωτότυπα λογοτεχνικά έργα ο χρόνος αποτελεί το μέτρο της αξίας τους, οι μεταφράσεις πάντα παλιώνουν. Και όσο περισσότερο ξαναμεταφράζεται ένα βιβλίο τόσο επιβεβαιώνεται η θέση του στον κανόνα των «κλασικών». Οχι τόσο προς αναζήτηση μιας ενδεχόμενης καλύτερης μετάφρασης όσο με σκοπό τη διαρκή επικαιροποίησή του, την επανενεργοποίησή του μέσω της γλώσσας του εκάστοτε παρόντος, το άνοιγμά του σε νέες αναγνώσεις.
Στα ελληνικά ο Ντοστογιέφσκι, μεταξύ άλλων μεταφραστών, ευτύχησε να μεταφραστεί σχεδόν στο σύνολό του από τον Αρη Αλεξάνδρου. Απ' αυτόν γνωρίσαμε και αγαπήσαμε τον Ντοστογιέφσκι, και με τις μεταφράσεις του έρχονται να αναμετρηθούν οι νέες μεταφράσεις της Ελένης Μπακοπούλου.
Ο νεότερος μεταφραστής βρίσκεται πάντα σε πιο πλεονεκτική θέση από τον παλαιότερο. Στη διάθεσή του έχει νέες, πιο πλήρεις, καλύτερα σχολιασμένες κριτικές εκδόσεις και μελέτες αλλά κι αυτή την προηγούμενη επιτυχημένη μετάφραση. Ομως εδώ οι πιο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις γίνονται στο επίπεδο της γλώσσας.
Γλώσσα-διακήρυξη
Ο Αρης Αλεξάνδρου μεταφράζει στην εκδοχή της δημοτικής που θα αποκαλούσαμε «γλώσσα της ελληνικής μεταπολεμικής Αριστεράς», μια γλώσσα προγραμματική, γλώσσα-διακήρυξη, που ωστόσο, όπως κάθε όπλο αγώνα, αμβλύνεται όταν τα πάθη καταλαγιάζουν. Ετσι, αν ο Αλεξάνδρου καταφέρνει να χειριστεί ένα εργαλείο δύσκολο, με πολλούς περιορισμούς, για τον σημερινό αναγνώστη η γλώσσα του παραπέμπει σε μια άλλη εποχή. Από την άλλη, οι μεταφράσεις της Μπακοπούλου, προϊόν της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, εμφανίζονται πιο απενοχοποιημένες ως προς τις γλωσσικές τους επιλογές και απολαμβάνουν μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης στο γλωσσικό φάσμα της ελληνικής γλώσσας. Κι αυτή η ελευθερία επιτρέπει να αποδοθεί καλύτερα ένα από τα κομβικά χαρακτηριστικά του ντοστογιεφσκικού ύφους, η «πολυφωνία».
Στις νέες μεταφράσεις, επίσης, ο αναγνώστης αναγνωρίζει καθαρότερα τον μανιώδη αναγνώστη Ντοστογιέφσκι και διακρίνει τις αναγνωστικές του εμμονές αλλά και τις γαλλικές και γερμανικές πηγές απ' όπου αντλούσε ιδέες και αφηγηματικούς τρόπους.
Σχεδόν κάθε γενιά χρειάζεται τις δικές της μεταφράσεις των κλασικών αριστουργημάτων, και στην περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, όσοι είχαμε την τύχη να γευτούμε τους χυμούς και των παλαιότερων και των νέων μεταφράσεων είμαστε διπλά κερδισμένοι.
εφ. ATHENS VOICE του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΥΣΣΑ
1/2/2012
Ένα από τα 10 ή 20 σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, σε μια εξαιρετική καινούργια μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου (διάβασα ήδη τα πρώτα κεφάλαια και είμαι βέβαιος για ό,τι γράφω) που έρχεται να συγκριθεί με την κλασική του Άρη Αλεξάνδρου, αλλά και σε συνολικά αξιοσημείωτη έκδοση.
Πρώτα πρώτα, αυτό που αποκαλεί ταπεινά «Πρόλογο» ο Μ. Βελιτζανίδης είναι ένα μίνι δοκίμιο, όπως δείχνει και ο θαυμάσιος τίτλος του «Η ζωή ως αμφιβολία». Το δοκίμιο αυτό παρουσιάζει την εξέλιξη της ζωής και του έργου του Ντοστογιέφσκι από ένα σημείο και πέρα (ακόμα και ο ονοματισμός μερικών ηρώων προκύπτει από συγκεκριμένα δεδομένα της ζωής του συγγραφέα), δείχνοντας πειστικά ότι οι «Καραμάζοφ» γράφονται όχι μόνο επειδή ο συγγραφέας επιστρέφει στη Ρωσία, αλλά και όταν, λόγω επιτυχίας άλλων συγγραφικών δραστηριοτήτων του, είναι πια σε θέση να πληρώσει τα χρέη του. Το κείμενο του κ. Βελιτζανίδη, χρησιμοποιώντας κυρίως λόγια του ίδιου του Ντοστογιέφσκι από επιστολές του, δίνει, επίσης, τα ιδεολογικά όρια του μυθιστορήματος: ένα μυθιστόρημα κατά του σοσιαλισμού, του αναρχισμού, της αθεΐας, των δυτικών ιδεών (που φορέα τους είχαν τον Τουρκένιεφ, λόγου χάρη), ένα μυθιστόρημα υπέρ της ρώσικης παράδοσης και ειδικά υπέρ της ρώσικης ορθοδοξίας.
Ακολουθεί ο πρόλογος του Ντοστογιέφσκι, ένα κείμενο που επανειλημμένα έχει καταστεί αντικείμενο συζητήσεων παγκοσμίως, γιατί είναι γεμάτος (απολύτως ηθελημένες) δηλώσεις ατολμίας, αβεβαιότητας και συγκατάβασης προς τους αναγνώστες, κλείνει δε με τις μνημειώδεις φράσεις «Αυτός ήταν ο πρόλογός μου. Συμφωνώ απολύτως ότι ήταν περιττός, αλλά, αφού γράφτηκε, ας μείνει. Και τώρα στο προκείμενο».
Στο τέλος του βιβλίου τα περιεχόμενα, με τη σαφέστατη διαίρεση και τους απολύτως συγκεκριμένους τίτλους των περιεχομένων, όχι μόνο επιβεβαιώνουν το χαρακτηριστικό υπότιτλο του ίδιου του Ντοστογιέφσκι («Mυθιστόρημα σε τέσσερα μέρη»), μας δίνουν και μια πλήρη ιδέα για το συγγραφικό σχέδιο: τέσσερα μέρη, το κάθε μέρος με τον τίτλο του· το κάθε μέρος με τρία βιβλία, σύνολο δώδεκα βιβλία, το κάθε βιβλίο με τον τίτλο του· το κάθε βιβλίο με τα κεφάλαιά του, σύνολο 100 κεφάλαια, το κάθε κεφάλαιο με τον τίτλο του· συν τρία κεφάλαια ο επίλογος. Θέλω να πω, είναι απολύτως δυνατό, αφού έχεις διαβάσει το βιβλίο, από τα περιεχόμενα και μόνο να το ανασυνθέτεις στο μυαλό σου: σπάνια ένας συγγραφέας έχει τόσο πολύ βοηθήσει τους αναγνώστες του να προσανατολίζονται και αφού έχουν διαβάσει το βιβλίο του.
Είναι γνωστό ότι οι «Αδερφοί Καραμάζοφ» κινούνται, ταυτόχρονα, σε πολλά επίπεδα: οικογενειακό, ψυχολογικό (ποτέ δεν ξεχνάς τους χαρακτήρες αυτών των ηρώων), οικονομικό, ηλικιακό (παιδιά - ενήλικοι), κοινωνικό, ιδεολογικό, πόλης - υπαίθρου, αστυνομικό, θρησκευτικό. Για μένα, ήταν κυρίως ένα μυθιστόρημα πατροκτονίας, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Τουλάχιστον αυτό έβλεπα παλιότερα – κι είμαι περίεργος τι θα δω τώρα, γεροντότερος, όταν ολοκληρώσω την έκδοση της «Ινδίκτου».
Θυμάμαι καλά, και το βλέπω και τώρα, ότι ολόκληρα κεφάλαια παρεκκλίνουν από την κυρίως αφήγηση – άργησα να καταλάβω ότι αυτό είναι γνώρισμα σχεδόν κάθε μεγάλου λογοτεχνικού έργου, από τον Όμηρο μέχρι τον Τζόις κι από τον Φλομπέρ μέχρι τον Τσίρκα. Φυσικά το έργο είναι διαποτισμένο ειδικά από θεολογικές πτυχές και με έντονη την παρουσία του ρώσικου μοναχισμού: θυμάμαι ότι από δω είχα μάθει τη λέξη «στάρετς». Ναι, αλλά ήδη παλιότερα, παρά την ιδεολογική μου αντίθεση, παρά τη δυσφορία μου περί τα θρησκευτικά, έβλεπα πόσο μεγάλο βιβλίο είναι. Και τώρα, όσο το έχω προχωρήσει, το επιβεβαιώνω με το παραπάνω. Η αθεΐα μου δεν με εμποδίζει, θα έλεγα με διευκολύνει, να εκτιμήσω το βιβλίο, γιατί έχω καταλάβει ότι δίχως τη χριστιανικότητά του, δίχως τη μυστικιστική ορθοδοξία του, δεν θα μπορούσε ο Ντοστογιέφσκι να γράψει ένα τέτοιο μεγάλο βιβλίο. Κι αυτό ισχύει για κάθε έμμονη ιδέα ή πρακτική των ανθρώπων, όταν παράγει τέχνη υψηλού επιπέδου: θρησκεία (κάθε θρησκεία), φυσιολατρία, έγκλημα, επανάσταση, αντεπανάσταση, αυτοκτονία, ψυχολογικό αδιέξοδο, ερωτισμός (κάθε ερωτισμός), καταλογογράφηση, πόλεμος, στράτευση, ατομισμός, συλλογικότητα και τόσα άλλα. Είναι ακριβώς η περίπτωση που λες, «διαφωνώ πλήρως με την ιδεολογική κατεύθυνση του έργου, αλλά το εκτιμώ απεριόριστα ως συγγραφική πραγμάτωση».
Αυτή είναι η ομορφιά της Τέχνης: να σε θέλγει καλλιτεχνικά ένα έργο με το οποίο διαφωνείς ιδεολογικά, και να σε απωθεί καλλιτεχνικά ένα έργο με το οποίο συμφωνείς ιδεολογικά. Όποιος δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά, είναι ήδη φανατικός.
Θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές της έκδοσης, και ειδικά στη μεταφράστρια. Συγχαρητήρια ακόμα και για την επιλογή των φωτογραφιών της εποχής.
Υ.Γ. Συγχωρητέο μέχρι και το πολυτονικό. Η διαφορά ιδεολογίας και τέχνης, που λέγαμε πιο πάνω.