> ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ>Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ARPAIA BRUNO

Καταραμένη μεθόριος. Στο Πορτ Μπου, ένα μικρό χωριό στα γαλλο-ισπανικά σύνορα, οι τύχες του Λαουρεάνο Μαόγιο και του Βάλτερ Μπένγιαμιν θα διασταυρωθούν με αναπάντεχο τρόπο. Τα δύο πρόσωπα, που συναντήθηκαν στις κορυφές των Πυρηναίων μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1940, ήταν εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Ο νεαρός Λαουρεάνο είναι ένας άνθρωπος της δράσης, που πολέμησε στον Ισπανικό Εμφύλιο και τώρα είναι αναγκασμένος να κάνει τον λαθρέμπορο διανύοντας καθημερινά τη διαδρομή Πορτ Μπου-Πορτ Βεντρ και αντιστρόφως. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είναι ένας Εβραίος διανοούμενος που «πορεύτηκε στη ζωή χωλαίνοντας, προσπαθώντας να αποκρύψει την αδεξιότητά του να τη ζήσει», και τώρα παλεύει για τη σωτηρία του από τους Ναζί σκοπεύοντας να καταφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, και ο Λαουρεάνο, που αγωνίζεται για τα ιδανικά του, και ο Μπένγιαμιν ο αισθαντικός δοκιμιογράφος, είναι τα δύο άκρα τού ίδιου σπάγγου, οι δύο όψεις τής Ευρώπης την οποία θα αφανίσουν ο ναζισμός και ο πόλεμος. Και οι δύο έχουν βιώσει την ήττα, την εξορία - και οι δύο θα πιαστούν τελικά στα τραγικά δόκανα τής Ιστορίας.
Το 1939, μαζί με μισό εκατομμύριο ηττημένους ομοεθνείς του, ο Λαουρεάνο χτύπησε την πόρτα της Γαλλίας για βοήθεια, αλλά παρέμεινε κρατούμενος σε ένα απάνθρωπο στρατόπεδο και στη συνέχεια στάλθηκε να πολεμήσει στη γραμμή Μαζινό. Μετά τη γερμανική εισβολή, διήνυσε πεζός χίλια χιλιόμετρα για να συναντήσει την πανέμορφη Μερθέντες στο Πορτ Μπου, όπου και έγινε λαθρέμπορος από έρωτα. Ο Μπένγιαμιν, αντίθετα, το 1933 άφησε το Βερολίνο και έζησε στο Παρίσι με χίλιες δυο στερήσεις και δυσκολίες, ενώ με την έναρξη, σχεδόν, του πολέμου βρέθηκε κρατούμενος σ’ ένα στρατόπεδο συγκένρωσης από το οποίο επέζησε μετά δυσκολίας. Αλλά ούτε τότε, ήδη εξαντλημένος και άρρωστος από την καρδιά του, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Παρίσι, προσκολλημένος στην έμμονη ιδέα στο έργο του που θεωρεί σημαντικό. Αναγκάστηκε να φύγει μόνον όταν η Βέρμαχτ ήταν προ τών πυλών τώς γαλλικής πρωτεύουσας. Μια άπελπις φυγή, οργανωμένη την τελευταία στιγμή -παίρνοντας μαζί του ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα και το χειρόγραφο που δεν αποχωρίζεται ποτέ– τον οδηγεί αρχικά στη Λούρδη, έπειτα στη Μασσαλία και τέλος στα Πυρηναία… Σε εκείνες τις οροσειρές ο Λαουρεάνο καταδιώκεται από τους φασίστες, όταν έχει ήδη αποφασίσει να τραβήξει τον δρόμο της εξορίας. Ο Μπένγιαμιν, από την πλευρά του, απελπισμένος και κυνηγημένος από την κακοδαιμονία, ανησυχώντας μόνον για το πολύτιμο βιβλίο του, οδεύει «με αποφασιστικό και αναπόδραστο τρόπο» προς το τέλος.
Διασχίζοντας τα συγκλονιστικά γεγονότα τής Ευρώπης στην πιο ζοφερή της περίοδο, ο Άγγελος τής Ιστορίας μάς παραδίδει, μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, δύο εμβληματικές παράλληλες ιστορίες, αποκαλύπτοντας τον βαθύ ανθρωπισμό ενός από τους πιο αινιγματικούς και ρηξικέλευθους στοχαστές του 20ού αιώνα.

«Συναρπαστική σκιαγράφηση μιας απρόσμενης συνάντησης - μια τραγική τοιχογραφία της Ευρώπης του Μεσοπολέμου». [L’ Unita]

23,00 €

Αγορά

  • Mετάφραση: ΧΡΥΣΑ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ
  • Σελίδες: 382
  • Σχήμα: 20.5x12
  • ISBN: 978-960-518-341-7

εφ. ΤΑ ΝΕΑ του Θ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ
17/1/2009

Πικρή περιπλάνηση, σκληρή Ευρώπη

ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΣΥΝΔΥΑΖΕΙ ΑΛΗΘΙΝΑ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ, Ο «ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΞΕΦΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ: ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΑ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΛΑΟΥΡΕΑΝΟ ΜΑΟΓΙΟ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ.

Ο Ιταλός συγγραφέας Μπρούνο Αρπάια αναλαμβάνει να αφηγηθεί την παράλληλη ιστορία δύο ανθρώπων που γεννήθηκαν στην Ευρώπη σε αντιδιαμετρικούς γεωγραφικά τόπους, εκπροσωπώντας ο ένας τη δύναμη και την ορμή του σώματος κι ο άλλος του πνεύματος σε αντιμαχία με το τέρας του φασισμού. Έτσι, εναλλάξ σε κάθε κεφάλαιο και με αντίστοιχο διαφοροποιημένο ύφος παρακολουθούμε τις δύο πορείες των δύο αντρών έως ότου συναντηθούν στο Πορτ Μπου, στα γαλλο-ισπανικά σύνορα, τη σημαδιακή χρονιά του 1940.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση που εστιάζεται στον πολιτικό φυγάδα Βάλτερ Μπένγιαμιν αρχίζει με την οριστική του αναχώρηση από το Βερολίνο, όπου γεννήθηκε από Εβραίους γονείς, έμπορους τέχνης. Ο Μπένγιαμιν επιβιβάζεται στο τρένο για το Παρίσι, όταν ορίζεται καγκελάριος του Ράιχ ο Χίτλερ. Πρώην καθηγητής, που απαρνήθηκε την ακαδημαϊκή του καριέρα, βρισκόταν στο στόχαστρο των εθνικοσοσιαλιστών. Τώρα, όμως, πρέπει να απαρνηθεί και τη γλώσσα του, τον εαυτό του και να ζήσει στη Γαλλία σε μια μόνιμη εξορία. Βέβαια η γλώσσα δεν τον δυσκόλευε. Μιλούσε άπταιστα γαλλικά και είχε μεταφράσει Μποντλέρ και Προυστ (για πρώτη φορά στη γερμανική γλώσσα).

Αδεξιότητα

Στο Παρίσι ο Μπένγιαμιν θα βρεθεί ανάμεσα σε φίλους και διανοούμενους της διασποράς, παρέα με τη Χάνα Άρεντ, τον Άρθουρ Κέσλερ, τον Μπρεχτ. Έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία, τέχνη και λογοτεχνία αρχίζει να διαμορφώνει τις προσωπικές του απόψεις, που δεν συμβαδίζουν ούτε με τους σιωνιστές, αλλά και ούτε με τους μαρξιστές. Η αδεξιότητά του να ζήσει και να αντιμετωπίσει τα απλά προβλήματα της καθημερινότητας οξύνεται σε ένα αφιλόξενο Παρίσι και με τον ίδιο φτωχότερο όσο ποτέ... Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του επινοημένου ήρωα Λαουρεάνο αρχίζει από το σήμερα. Ογδονταπεντάχρονος πια, υπόδειγμα επιβίωσης ενός βασανισμένου μαχητή, ζει στο Μεξικό εδώ και πενήντα χρόνια, εξόριστος από το 1941. Ο μονόλογός του απευθύνεται σε μια παρέα Ιταλών φοιτητών, που έχουν ως ίνδαλμα τον Μπένγιαμιν και για τον οποίο θα ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες για τις τελευταίες στιγμές του στο Πορτ Μπου. Όμως μέχρι να φτάσει ο Λαουρεάνο στο Πορτ Μπου, θα παρακολουθήσουμε πτυχές και του δικού του αγώνα στον Ισπανικό Εμφύλιο, πώς στη Βαρκελώνη αποχαιρετάει την Ερυθρή Ταξιαρχία, πώς διαφεύγει στη Γαλλία για να υποστεί τη γαλλική «φιλοξενία» σε στρατόπεδα. Ήταν πολύ αριστερός για τους Γάλλους, περιττό οικονομικό βάρος και εν μέσω της γαλλικής ξενοφοβίας τίποτε δεν διαγραφόταν θετικό. Ευτυχώς η εικόνα της Μερθέντες, της ερωτικής κοπέλας του στο Πορτ Μπου, θα τον κρατήσει ζωντανό, μέχρι να τη συναντήσει με την ιδιότητα του λαθρέμπορου.

Δυο ζωές

Παρά τις κακουχίες ο νεαρός Λαουρεάνο είναι η χαρά της ζωής, ο άνθρωπος της δράσης, ο αισθαντικός εραστής. Την ίδια στιγμή ο σαρανταεξάχρονος Μπένγιαμιν αναζητάει ηρεμία για να γράψει και να ολοκληρώσει την πνευματική του εργασία. Ευτυχώς που ο Ζορζ Μπατάιγ του παραχωρεί μια γωνία στην Εθνική Βιβλιοθήκη, τον ιδανικό τόπο του. Αγωνιά για τα χειρόγραφά του, προσπαθεί να τα διασώσει σε περίπτωση που του συμβεί κάτι άσχημο. Ζει με την ελπίδα να πάρει και αυτός. τη βίζα για την Αμερική, όπως ο Αντόρνο (που του επιστρέφει το δοκίμιο του Μποντλέρ για να το ξαναγράψει). Όταν από το Παρίσι βρίσκεται στη Μασσαλία, περιμένοντας τη βίζα, δεν φαντάζεται ότι στις εσχατιές της Ευρώπης, στα οριακά λιμάνια της, θα διαγραφόταν το τέλος του. Όμως το περίμενε, καθώς αναρριχόταν στην κορυφή των Πυρηναίων, ασθμαίνοντας σε κάθε του βήμα με τραμουντάνα στην εύθραυστη καρδιά του. Από το Πορτ Μπου έλπιζε να βρεθεί στη Λισαβώνα, όμως και εδώ τού το αρνήθηκαν. Μια απλή διατύπωση χρειαζόταν για να περάσει στη σωτήρια όχθη αλλά εμποδίστηκε, σε μια Ευρώπη που δεν έπαψε να εμποδίζει ακόμη και στις μέρες μας μετανάστες και πρόσφυγες.

Εδώ, στο Πορτ Μπου, θα συναντηθεί τυχαία με τον Λαουρεάνο. Δεν θα μαρτυρήσουμε την τελευταία σκηνή που σ΄ αφήνει ώρες μετά, βουτηγμένο στη θλίψη. Σήμερα στο τουριστικό χωριό, στον Γολγοθά του Βάλτερ Μπένγιαμιν, ξεχωρίζει το επιβλητικό μνημείο « Ρassagen» του Dani Κaravan, καθώς κατηφορίζει μέχρι την ακτή, αφιερωμένο στη μνήμη ενός ακόμη Ευρωπαίου περιπλανώμενου του 20ού αιώνα.

Ο λιτοδίαιτος Βάλτερ Μπένγιαμιν μετακόμιζε συνεχώς, με μόνη περιουσία του το πνεύμα και τα γραπτά του και έναν πίνακα που αποτελούσε αλληγορικό σύμβολο της ζωής και της σκέψης του. «Υπάρχει ένας πίνακας του Κλέε που λέγεται Αngelus Νovus. Εικονίζεται ένας άγγελος που ετοιμάζεται να απομακρυνθεί από κάτι, όπου έχει προσηλωμένο το βλέμμα του. Γουρλωμένα τα μάτια του, ανοικτό το στόμα και ξεδιπλωμένα τα φτερά. Παρόμοια όψη πρέπει να έχει και ο άγγελος της ιστορίας. Το πρόσωπό του στραμμένο στο παρελθόν... Μια ολοσχερής καταστροφή συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του...» (σελ. 197). Από τον άγγελο της ιστορίας δεν θα ξεφύγει ο Μπένγιαμιν, αυτός που στοχάστηκε την έννοια της Ιστορίας των ημερών του, σαν μια μεγαλοφυή σύνθεση, σφυρηλατημένη ανάμεσα στον καλό Ευρωπαίο και τον τελευταίο άνθρωπο. Ο ίδιος αγωνίστηκε για να μην υπάρξει «ο τελευταίος Ευρωπαίος», γράφοντας κείμενα με ένα ιδιόμορφο μείγμα μαρξισμού, ιουδαϊκού μυστικισμού και μοντερνισμού.

Ο Ναπολιτάνος συγγραφέας, δημοσιογράφος και μεταφραστής, Μπρούνο Αρπάια, ίσως ξαφνιάσει τους εκλεκτικούς αναγνώστες του έργου του Βάλτερ Μπένγιαμιν με τη «μυθοπλαστική» εκδοχή του. Οι υπόλοιποι αναγνώστες ίσως αναζητήσουν το αποσπασματικό του έργο του στα ελληνικά, που αναφέρεται ξεχωριστά στη φιλοσοφία της γλώσσας, στην τέχνη, στον Μπρεχτ, στον Μποντλέρ στο χασίς, στο αστυνομικό μυθιστόρημα και πρωτίστως τα αυτοβιογραφικά κείμενα Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για κερδισμένες αναγνώσεις.

 

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ
27/3/2009

Στη δίνη της Ιστορίας

Στο εξώφυλλο του βιβλίου, ένα σχέδιο με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν στη συνηθισμένη του στάση: σκυμμένος πάνω απ' τα χαρτιά του, το ένα χέρι να κρατάει το μολύβι, το άλλο να περιβάλλει στοργικά -ή μήπως με κάποια προστατευτική αγωνία;- τις στοιβαγμένες σελίδες, μπροστά του ένα βιβλίο ανοιχτό· το πρόσωπο θολό, ένα ασαφές περίγραμμα όπου, ωστόσο, υπογραμμίζονται τα τόσο ξεχωριστά χαρακτηριστικά: μάτια κρυμμένα πίσω απ' τα στρογγυλά γυαλιά, πυκνό μουστάκι. Παρότι το σχέδιο φαντάζει αδέξιο, μεταφέρει με ακρίβεια την ατμόσφαιρα που περιέβαλε τον Γερμανοεβραίο στοχαστή: μια αύρα κακοτυχίας και αβάσταχτης μελαγχολίας μέσα στην απόλυτη συγκέντρωση της στιγμής, μια απροσδιόριστη αλλά επίμονη «tristesse». Από την πρώιμη νιότη του τον συνόδεψε εκείνη η θλίψη, θα έγραφε αργότερα ο στενότερος φίλος του Γκέρσομ Σόλεμ, περιγράφοντας την πρώτη του εντύπωση από τον Μπένγιαμιν, το 1913 στο Βερολίνο, σε μια συνάντηση της Ενωσης Ελεύθερων Γερμανών Σπουδαστών, όπου προήδρευε ο Μπένγιαμιν, και μιας νεανικής σιωνιστικής ομάδας, στην οποία ανήκε ο Σόλεμ: «Μιλούσε απροσχεδίαστα», θυμάται ο Σόλεμ, «χωρίς να κοιτάζει και πολύ το ακροατήριό του, ατενίζοντας επίμονα μια απόμακρη γωνία της οροφής προς την οποία αγόρευε με μεγάλη ένταση και με μια ευγλωττία που καθιστούσε τα όσα έλεγε έτοιμα για το τυπογραφείο».

Αυτός ο χειμαρρώδης ομιλητής, συναρπαστικός από τα είκοσι ένα του κιόλας χρόνια, ποιητής του θραύσματος, της ακαριαίας εντύπωσης, του πεπερασμένου και της ανάμνησης, πλάνης των οδών, θαμώνας των καφενείων και των βιβλιοθηκών, θα προβάλει το ταμπεραμέντο του σε όλα τα μείζονα έργα του, αλλά και αντιστρόφως: το ταμπεραμέντο του θα υπαγορεύσει τα θέματα με τα οποία θα επιλέξει να ασχοληθεί. «Ηρθα στον κόσμο όταν κυβερνήτης ήταν ο Κρόνος -άστρο της πιο αργής επανάστασης, πλανήτης των παρακάμψεων και των καθυστερήσεων», έγραφε ο Μπένγιαμιν στις σημειώσεις του από την Ίμπιθα το 1933. Κι έτσι αυτός, «ο τελευταίος διανοούμενος» όπως τον ονομάζει η Σούζαν Σόνταγκ, θα αναζητήσει το κρόνιο στοιχείο στα μπαρόκ θεατρικά έργα του 17ου αιώνα (που όπως επισημαίνει η Αμερικανίδα κριτικός δραματοποιούν διάφορες εκφάνσεις της «κρόνιας ακηδίας») -θέμα της διδακτορικής διατριβής του περί της «Καταγωγής της Γερμανικής Τραγωδίας»- και σε συγγραφείς για τους οποίους θα γράψει μερικές από τις πιο διαυγείς και πρωτότυπες σελίδες του: τον Μποντλέρ, τον Προυστ, τον Κάφκα, τον Καρλ Κράους. Κυρίως, όμως, θα εντοπίσει την επιρροή του Κρόνου στον ίδιο, προνομιακό πεδίο των παρατηρήσεών του. Ο Κρόνος κάνει τους ανθρώπους «απαθείς, αναποφάσιστους, αργούς», γράφει στην «Καταγωγή της Γερμανικής Τραγωδίας». Η βραδύτητα είναι χαρακτηριστικό της μελαγχολικής ιδιοσυγκρασίας. Η διστακτική αδεξιότητα είναι ένα δεύτερο, άμεσα συνδεδεμένο με την παντελή απουσία πρακτικότητας. Και το τρίτο είναι το πείσμα, που γεννιέται από τη λαχτάρα της ανωτερότητας, όπως την εννοεί βέβαια ο καθένας. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά συνιστούν τον εαυτό του και γίνονται η καταδίκη του.

Απαθή, αναποφάσιστο, αργό, αδέξιο, πεισματάρη: έτσι ακριβώς θέλησε και τον κεντρικό ήρωά του, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Μπένγιαμιν, ο Μπρούνο Αρπάια. Μυθιστορηματική βιογραφία, εν πολλοίς, το βιβλίο του «Ο άγγελος της Ιστορίας» επικεντρώνεται στις τελευταίες οδυνηρές μέρες του στοχαστή, επιστρατεύοντας ένα τέχνασμα που διευκολύνει τον Αρπάια να αποδώσει με μεγαλύτερη ζωντάνια τα ιστορικά συμφραζόμενα των ύστερων μεσοπολεμικών χρόνων: βάζει τον Μπένγιαμιν, σε μιαν ανάπαυλα της εναγώνιας προσπάθειάς του να διαφύγει από τους ναζί που κατέκλυζαν τη Γαλλία, να συναντιέται τυχαία, πάνω στο βουνό, στην ισπανική μεθόριο, με έναν αντιφρανκιστή αγωνιστή του ισπανικού εμφυλίου. Ο Λαουρεάνο Μαόγιο (αυτό είναι το όνομα του Ισπανού) αφηγείται, δεκαετίες αργότερα, στα 85 του πια χρόνια, αυτοεξόριστος και αυτός στο Μεξικό, το δρομολόγιο που τον έφερε στο Πορ Μπου, το χωριουδάκι των Πυρηναίων, όπου θα αυτοκτονήσει ο Μπένγιαμιν: τον αγώνα του πλάι σε φλογερούς συντρόφους από κάθε γωνιά της γης εναντίον του φασισμού, την οδυνηρή ήττα, τον εκ των προτέρων χαμένο πόλεμο εναντίον των Γερμανών στο πλευρό των Γάλλων, τη θλιβερή του κατάληξη στα Πυρηναία, όπου για να ζήσει κάνει τον λαθρέμπορο. Ο Αρπάια εναλλάσσει τα κεφάλαια της αφήγησης του Μαόγιο με εκείνα όπου εξιστορούνται τα τελευταία χρόνια της ζωής του Βάλτερ Μπένγιαμιν, όταν ο στοχαστής «ακολουθούσε χωλαίνοντας την ειμαρμένη» - κεφάλαια διαποτισμένα από τη δυσοίωνη ερημία του επερχόμενου τέλους. Ανακαλώντας με λεπτότητα την καθημερινή ζωή του Μπένγιαμιν στο Παρίσι της δεκαετίας του '30, καθώς οι στρατιές των ναζί προετοιμάζονται για τη σαρωτική τους επέλαση, ο Ιταλός μυθιστοριογράφος αποτυπώνει την πνευματική ατμόσφαιρα και τον κοινωνικό ζόφο της εποχής με μια πρόζα (θαυμάσια μεταφερμένη στα ελληνικά από τη Χρύσα Κακατσάκη) που θυμίζει πότε πότε, ως προς το ύφος, τα γραφτά του Μπένγιαμιν: σημασία στη λεπτομέρεια, αποσπασματικότητα, προτάσεις μακροπερίοδες που συστρέφονται και θηλυκώνουν η μία με την άλλη και κυρίως μελαγχολία, αίσθημα αδιεξόδου και πνιγμού. Στους αντίποδες, η ρωμαλέα, αρρενωπή, λαϊκά χοϊκή και στοιχειακά αισιόδοξη αφήγηση του Ισπανού αντιφασίστα, που, με τη σειρά της, κουβαλάει απόηχους από τον Χέμινγουεϊ. Ο Αρπάια έχει διαλέξει μια οριακή ιστορική στιγμή και δύο εξίσου συγκλονιστικές προσωπικές ιστορίες, οι οποίες, παρά τις αγεφύρωτες διαφορές τους, αποτελούν εκφάνσεις του μεγάλου δράματος που έζησε η Ευρώπη με την άνοδο του ναζισμού και του φασισμού.

Κι όμως, αυτό το τόσο στέρεο από ερευνητικής πλευράς βιβλίο, αυτή η τόσο έντιμη προσπάθεια του συγγραφέα να καταδείξει πόσο τραγικά μπορεί να καταλήξει η παγίδευση του ατόμου στον ανεμοστρόβιλο της Ιστορίας, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο. Τον κάνει να αναρωτιέται πόσο υποβλητικότερο θα ήταν το μυθιστόρημα αν δεν κατονομαζόταν ο Μπένγιαμιν, αν ο Αρπάια υπερέβαινε τα γεγονότα και τους περιορισμούς που επιβάλλει η προσήλωση στην ιστορική αλήθεια και ανοιγόταν πιο ελεύθερα στη μυθοπλασία. Αν, με άλλα λόγια, στη θέση του Μπένγιαμιν έβαζε όσους δεν κατάφεραν να συμπορευτούν με την εποχή τους, όσους οι καιροί ξέβρασαν ως περιττούς, αφού αντιπροσώπευαν ήθος αντίπαλο προς την ωμότητα των ιστορικών αναγκαιοτήτων, στάση ενάντια στον τυφλό καλπασμό της εξουσίας· αν άφηνε τον αναγνώστη να μαντέψει ότι πίσω από τον κεντρικό ήρωα λανθάνει το φάντασμα του Γερμανοεβραίου στοχαστή και δεν πάσχιζε τόσο επίμονα να το ενσαρκώσει, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή να γλιστρήσει στην αυθαιρεσία. Γιατί ποτέ δεν έπαψε να είναι προβληματική η «μυθιστορηματοποίηση» πραγματικών προσώπων και γεγονότων. Οι καταναγκασμοί του συμβάντος αλυσοδένουν τη φαντασία. Η εξωτερική αλήθεια των ιστορικών μορφών επιβάλλεται στην εσωτερική αλήθεια - γιατί αυτή προκύπτει μονάχα μέσα από την επινόηση.

Ωστόσο, παρά τις ενστάσεις, η εντιμότητα του «Αγγέλου της Ιστορίας» λειτουργεί σαν μαστίγιο στις σύγχρονες συνειδήσεις. Η αλληγορία που ενέπνευσε στον Μπένγιαμιν ο πίνακας του Πάουλ Κλέε Angelus Novus, ένας πίνακας που αποτέλεσε για τον στοχαστή μοναδικό πολύτιμο απόκτημα και πηγή έμπνευσης, είναι παρούσα όχι μονάχα στον τίτλο του βιβλίου τού Αρπάια, αλλά διαπερνά σαν ρίγος ολόκληρη την αφήγηση. Ας θυμηθούμε τι σημειώνει για τον πίνακα ο Μπένγιαμιν στην πνευματική του διαθήκη «Θέσεις πάνω στην έννοια της Ιστορίας», που γράφτηκε στο Παρίσι λίγο πριν από τον θάνατό του. Θα χρησιμοποιήσουμε την ωραία απόδοση της Νέλλης Ανδρικοπούλου από τον πρόλογο που παραθέτει στον «Μονόδρομο» του Μπένγιαμιν, μεταφρασμένο από την ίδια και εκδομένο από την Αγρα το 2004: «Ο Angelus Novus παρουσιάζει έναν άγγελο που θέλει λες να απομακρυνθεί από κάτι που κοιτάζει επίμονα. Τα μάτια του ατενίζουν, το στόμα είναι ανοιχτό, τα φτερά απλωμένα. Ετσι φαντάζεται κανείς τον Αγγελο της Ιστορίας. Το πρόσωπό του στρέφεται στο παρελθόν. Εκεί όπου εμείς βλέπουμε μια αλληλουχία γεγονότων, αυτός βλέπει μία και μόνη καταστροφή που στοιβάζει συντρίμμια πάνω σε συντρίμμια και τα σαρώνει στα πόδια του. Ο Αγγελος θα ήθελε να παραμείνει, να ξυπνήσει τους νεκρούς, να ενώσει πάλι τα σπασμένα. Ομως μια θύελλα φυσά απ' τον Παράδεισο κι έχει πιαστεί με τέτοια φόρα μες στα φτερά του που ο Αγγελος αδυνατεί να τα κλείσει. Η θύελλα αυτή τον σπρώχνει συνεχώς στο μέλλον, που του στρέφει την πλάτη, ενώ τα συντρίμμια μπρος στα πόδια του στοιβάζονται ώς τον ουρανό. Η θύελλα αυτή είναι ό,τι αποκαλούμε πρόοδο». Καμία από τις εικόνες που κρυσταλλώνει ο Μπένγιαμιν δεν έχει θολώσει από τον χρόνο. Η θύελλα που στοιβάζει ερείπια ποτέ δεν κοπάζει.

30 άλλοι τίτλοι στην ίδια κατηγορία: