εφ. ΤΑ ΝΕΑ του Θ. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ
11/10/2008
Οι Διογένηδες στους αμμόλοφους
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΝΙ ΝΤΙΛΑΡΝΤ, ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΖΟΥΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΑΝΑΧΩΡΗΤΕΣ, ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΕΣ, ΑΝΤΙΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟΙ, ΜΟΝΑΔΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΞΕΝΙΑ ΤΟΥΣ, ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΔΙΟΓΕΝΗΔΕΣ, ΠΟΥ ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΙΘΑΡΙΑ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΤΟΥΣ ΑΜΜΟΛΟΦΟΥΣ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΚΟΝΤ
Γεωγραφικά πρόκειται για τη χερσόνησο απέναντι από τη Μασαχουσέτη, μια ορυκτή γλώσσα άμμου που στριφογυρίζει μέσα στον Ατλαντικό και φθάνει ώς το λιμάνι του Προβινστάουν. Σε αυτή την άγονη άμμο ούτε καν οι φυλές των Ινδιάνων δεν προτίμησαν να κατασκηνώσουν. Με τα χρόνια όμως, όσο η Βόρειος Αμερική εξάπλωνε τον πολιτισμό των πόλεων, κάποιοι αναζητούσαν καταφύγια σε απομακρυσμένες εκτάσεις, ζώντας κυριολεκτικά στα όρια της φύσης και του σύμπαντος. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν επιλέξει να ζήσουν ασκητικά είτε επειδή δεν τους χαρίστηκαν απλόχερα τα επίγεια αγαθά είτε επειδή συνομιλούσαν απευθείας με την ψυχή τους. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια ιδεολογική επιλογή.
Χωρίς φτιασίδια
Έτσι και οι Μέιτριδες ζούσαν στο ακρωτήρι σαν να είχαν βρεθεί εκεί από την απαρχή της δημιουργίας του κόσμου. Ο Τόμπι Μέιτρι, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έχοντας υπηρετήσει στο Γραφείο Πολεμικών Πληροφοριών του Σαν Φραντσίσκο, επιστρέφει στη γενέτειρά του, στο Προβινστάουν. Είναι ξυλουργός στο επάγγελμα, μετρημένος χαρακτήρας και αγαπάει τη Λου, τη γυναίκα του. Η Λου, που θυμίζει την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, είναι μια γυναίκα που χωρίς φτιασίδια θεωρείται όμορφη και έχει μια εσωτερική ακτινοβολία χωρίς να τη διαφημίζει. Ζούνε απλά, έχουν το σπίτι της Λου στην πόλη για να ξεχειμωνιάζουν και βγάζουν τα βασικά τους έξοδα με πρακτικές δουλειές στα σπίτια των φίλων και των γειτόνων που κατά καιρούς τα ρυμουλκούν και τα μετακινούν. Οι Μέιτριδες με δυσκολία έβαλαν στο σπίτι τους ένα ραδιόφωνο, τα αυτοκίνητα ήταν δυσκίνητα στους αμμόλοφους. Ο Τόμπι γράφει ποιήματα ποταμούς και οι δυο τους δεν σταματάνε να διαβάζουν, αντλώντας από τα γραπτά των άλλων την καθημερινή σοφία (ανάμεσα σε άλλα απαγγέλλουν και Καβάφη).
Απλή, όπως και η ζωή τους, η ιστορία τους. Αποκτούν ένα αγόρι, διαλέγουν τους φίλους τους και κάποια στιγμή, μετά τα σαράντα, ο Τόμπι τα φτιάχνει με την καλύτερη φίλη τους, την Ντίρι, που θα την αδικούσαμε αν λέγαμε ότι απλώς θυμίζει μεταλλαγμένη χίπισσα. Σαν τις παλίρροιες που, σε συνεννόηση με τη θάλασσα, άδειαζαν τη θάλασσα και την ξανάφερναν κυματιστά, έτσι και ο Τόμπι ακολούθησε την Ντίρι στο Μέιν, αφήνοντας πίσω τον γιο του να μεγαλώνει με αμέτρητα ερωτηματικά για τη στάση του πατέρα του. Όσο για τη Λου, μόνη στο αναχωρητήριο και στην άκρη του ατέλειωτου νερού, εκείνη που πάντα επένδυε στις φίλες της, αναρωτιέται: «Γιατί είμαστε εδώ, εμείς τα τέσσερα δισεκατομμύρια των ίσων που φαινόμαστε σημαντικοί μόνο στον εαυτό μας;».
Αυτό όμως που η Λου δεν διαπραγματευόταν ήταν η ίδια της η ζωή. Τη ζούσε όπως ήθελε. Φρόντιζε να μένει έξω από την επιτάχυνση του κόσμου, αφήνοντας τις πιστωτικές κάρτες και τα ψώνια για τους άλλους. Ό,τι δεν την ενδιέφερε το αγνοούσε. «Εκατό ελευθερίες έπεσαν πάνω της. Έζευε ελεύθερα χρόνια στη ζωή της σαν ουρά σε χαρταετό. Όλοι τη ζήλευαν για το χρόνο που είχε, χωρίς να προσέχουν ότι είχαν κι αυτοί ίσο χρόνο».
Φυσικά, θα γεράσει η Λου όπως κι άλλοι. Σημασία έχει ότι τα χρόνια της τα διαχειρίστηκε με τον τρόπο της. Δεν πίστευε σε ουρανούς και παραδείσους και ας κατονόμαζε έναένα τα αστέρια που ξεχώριζαν τα βράδια στον διαυγή ουράνιο θόλο. Κι όταν στα γηρατειά της, και είκοσι χρόνια μετά τη φυγή του Τόμπι, εκείνος θα επιστρέψει για να περιθάλψουν την ετοιμοθάνατη Ντίρι, η Λου θα τους δεχθεί, στην αρχή παραξενεμένη κι ύστερα ευτυχισμένη που δεν στερήθηκε το δώρο της συγχώρησης. Θα φροντίσει την Ντίρι, θα την κηδέψουν με το δικό τους τελετουργικό και θα ξανασμίξει απ΄ την αρχή με τον άντρα που αγάπησε. Η συμφιλίωση πατέρα και γιου, μια ακόμη αργοπορημένη παλίρροια, επέρχεται κι αυτή.
Διαποτισμένο από την ποιητική της πείρα αλλά χωρίς να «ποιητικίζει», η Ντίλαρντ γράφει ένα βιβλίο που ασκεί ευεργετική επίδραση στον αναγνώστη. Είναι τόση η γαλήνη και η τρυφερότητα που αναδύει το φιλοσοφημένο μυθιστόρημά της που αναρωτιέσαι μήπως πέφτεις στην παγίδα μιας συγγραφέως γκουρού, μήπως σαγηνεύτηκες από μια θεραπαινίδα του Τάντρα. Ανάμεσα στον «υστερικό ρεαλισμό» και τους αγχωτικούς σπασμούς της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, το μυθιστόρημά της Ντίλαρντ θυμίζει «firewall», δίχτυ προστασίας από τη συμβατικότητα της γραφής. Σαν τους αναχωρητές ήρωές της, έτσι και το βιβλίο της καταφεύγει στην ασκητική, στη λιτότητα, στον διαλογισμό πάνω στην έννοια της αγάπης, χωρίς να στερείται όμως το σώμα τη γήινη σκευή του, την οργανική ένταξή του στο τεράστιο και ανεξήγητο συμπαντικό σύμπλεγμα.
Η Ντίλαρντ έχει γράψει το Αn Αmerican Childhood, το Τeaching a Stone to Τalk, μα κυρίως είναι γνωστή για το Ρilgrim at Τinker Creek, το βιβλίο που της χάρισε το Βραβείο Πούλιτζερ στα 29. Είναι μέλος της Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, την αποκαλούν μία απόγονο του Θορό και χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης στον χώρο της αμερικανικής λογοτεχνίας. Σήμερα, εκεί όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα της Ντίλαρντ, εξακολουθούν να καταφεύγουν καλλιτέχνες και ιδιόρρυθμοι τύποι. Ο Τένεσι Ουίλιαμς εμπνεύστηκε από την περιοχή και στο Προβινστάουν διοργανώνεται ετήσιο θεατρικό φεστιβάλ στο όνομά του, ενώ στους αμμόλοφους τα καλοκαίρια λιάζονται γυμνιστές κάθε λογής και ερωτικής λογικής. Μπορεί κάποιοι απ΄ αυτούς να διαβάζουν και το μυθιστόρημα της Ντίλαρντ. Ας μην ψάχνουν, όμως, για το καλύβι των Μέιτριδων: το «έπος» της τριμελούς οικογένειας βρίσκεται στην αύρα που αποπνέει ο τόπος, στα σημάδια που αφήνει η φυρονεριά.