> ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ>Η ΖΩΗ ΜΟΥ

Η ΖΩΗ ΜΟΥ

Η ΖΩΗ ΜΟΥ

Η ΖΩΗ ΜΟΥ

ΡΑΪΧ-ΡΑΝΙΤΣΚΙ ΜΑΡΣΕΛ

O Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι υπήρξε ο πλέον δημοφιλής κριτικός λογοτεχνίας στη Γερμανία. Ρηξικέλευθη προσωπικότητα, λάτρης της γερμανικής λογοτεχνίας, δεν διστάζει να απομυθοποιεί τα ιερά τέρατά της, αλλά και να εκθειάζει νέους και άγνωστους δημιουργούς, κρίνοντας κάθε λογοτεχνικό έργο χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Έπειτα από πληθώρα λογοτεχνικών μελετών, ανθολογιών και μονογραφιών, έπειτα από μακρόχρονη συνεργασία με τις εγκυρότερες εφημερίδες της Γερμανίας, έπειτα από την πολύχρονη εργασία του στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αλλά και έπειτα από τα πολλά βραβεία και τους πολλούς τιμητικούς ακαδημαϊκούς τίτλους που του  απονεμήθηκαν, ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι αποφάσισε το 1999 να δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά του και να καταθέσει ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο ευρωπαϊκής ιστορίας. Για να μιλήσει για τη ζωή του ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι μιλά εκτός των άλλων για τη γνωριμία του και τις συνομιλίες του με τον Μπέρτολτ Μπρέχτ, την Άννα Ζέγκερς, τον Χάινριχ Μπαίλλ, τον Γκύντερ Γκράς, την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, τον Ελίας Κανέττι, τον Τέοντορ Αντόρνο, τον Τόμας Μπέρνχαρντ, την οικογένεια του Τόμας Μάνν, τον Μαξ Φρίς, τον βιολονίστα Yehudi Menuhin, για τη φιλία του με τον Βάλτερ Γένς, αλλά και για τη συνεργασία του με τον Γιόαχιμ Φέστ, για την «oριδα των ἱστορικών», τον Μάρτιν Βάλζερ και την επανεξέταση του «ζητήματος των Εβραίων», για το «τέλος της περιόδου χάριτος» στη δημοκρατική Γερμανία λίγο πριν το τέλος του εικοστού αιώνα. Τα απομνημονεύματά του έγιναν αμέσως best-seller στη Γερμανία -με το ιλιγγιώδες νούμερο των 2.000.000 αντιτύπων- καθώς και σε όσες ευρωπαϊκές χώρες μεταφράστηκαν. Απεβίωσε στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 στη Φρανκφούρτη. 

22,00 €

Αγορά

  • Mετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ
  • Σελίδες: 528
  • Σχήμα: 23.5x15.5
  • ISBN: 960-518-111-8

εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ του ΝΙΚΟΥ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗ
4/1/2006

Στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης του 1999 το διαπεραστικό βλέμμα του, πίσω από τα πεντακάθαρα, μεγάλα γυαλιά, σφράγιζε τα περισσότερα διαφημιστικά πανό της έκθεσης. Για τους χιλιάδες ξένους επισκέπτες το βλέμμα αυτό ίσως να μην έλεγε τίποτε· για τους Γερμανούς όμως ήταν το βλέμμα του Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, του εμβληματικότερου λογοτεχνικού κριτικού της μεταπολεμικής Γερμανίας, του οποίου οι έντυπες κριτικές αλλά και η εκπομπή του στην τηλεόραση δημιουργούσαν αντιδράσεις παλιρροϊκού χαρακτήρα. Εκείνο το φθινόπωρο του 1999 τα διαφημιστικά πανό ανήγγειλαν την έκδοση της αυτοβιογραφίας του κριτικού: Marcel Reich-Ranicki, Mein Leben, που αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Συνηθισμένοι σε άλλα εκδοτικά ήθη και σε άλλες αναγνωστικές νοοτροπίες, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ποτέ ότι η αυτοβιογραφία ενός κριτικού (μια λειτουργία που το λογοτεχνικό σινάφι τη θεωρεί grosso modo παρασιτική) θα ενδιέφερε τόσο πολύ το μεγάλο κοινό, που θα αναδείκνυε αυτή τη Ζωή σε μεγάλο μπεστ σέλερ (δύο εκατομμύρια αντίτυπα ως τώρα). Διαβάσαμε το βιβλίο και καταλάβαμε. Η ζωή του πολωνοεβραίου κριτικού με τη γερμανική κουλτούρα, που γεννήθηκε το 1920 στο Βουότσουαβεκ στον Βιστούλα, γεφυρώνει ολόκληρο τον αιώνα (η αυτοβιογραφία τελειώνει το 1999) με έναν τρόπο που όσον αφορά την αφήγηση συνδυάζει τον δοκιμιακό λόγο και τον μυθιστορηματικό, ακόμη και στην πιο ακραία μορφή του, το θρίλερ. Είμαστε ευτυχείς που το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Ινδικτος, σε μια επιμελημένη μετάφραση του Αλέξανδρου Κυπριώτη, στον οποίο οφείλουμε ορισμένες διαφωτιστικές σημειώσεις για τον έλληνα αναγνώστη, ακόμη και σε επίπεδο φωνητικής μεταγραφής τοπωνυμίων και ονομάτων (Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Η ζωή μου).

Είμαι σίγουρος ότι οι έλληνες αναγνώστες θα απολαύσουν αυτή την αφήγηση-ποταμό των 472 σελίδων, όπου πόλεμοι, αστική ζωή, γκέτο, κατασκοπεία, ναζισμός, σταλινισμός, βαρβαρότητα, προσωπικές αναζητήσεις στη λογοτεχνία και στη μουσική, πολεμικές συμπίπτουν στη ζωή ενός ανθρώπου. Από τη συναρπαστική αυτοβιογραφία του Ρανίτσκι θα σταθώ ιδιαίτερα στα σημεία που αποκαλύπτουν πώς δημιουργείται ένας μεγάλος κριτικός λογοτεχνίας· θα σταθώ στις σελίδες της μαθητείας, στους δασκάλους, πραγματικούς και συμβολικούς, στα κείμενα, στις αναγνώσεις, στους συνδυασμούς που τρέφουν μια ευαισθησία και την κατευθύνουν προς κάπου.

 Εν αρχή ην τα βιβλία της κοινής κουλτούρας, στα οποία ο νεαρός Ρανίτσκι έφτανε μετά τις συνοδευτικές υποδείξεις ή τις περιστασιακές συμβουλές των δασκάλων του. Κυρίως ιστορικά μυθιστορήματα, σαν το Μπεν Χουρ του Αμερικανού Ουάλας, το Κβο βάντις του πολωνού νομπελίστα Σινκιέβιτς, Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας του Αγγλου Μπούλερ-Λίτον. Αλλά η συνείδηση του νεαρού Ρανίτσκι σημαδεύεται κυρίως από την ποίηση. Πριν απ' όλα από τη «χρηστική» ποίηση του Εριχ Καίστνερ που τη διάβαζε στο γκέτο της Βαρσοβίας, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής («Ποτέ τόσο βαθιά μην κοιμηθείτε / και με τα λόγια που σας ξεγελούν / πάτε κι ονειρευτείτε» ή «Καλό τίποτε δεν έχεις να 'βρεις / εκτός και αν μονάχος σου το κάμεις»). Μια ποίηση συναισθηματική και οπωσδήποτε μέτρια, που τον βοήθησε όμως να ξεπεράσει την ελεεινότητα του γκέτο της Βαρσοβίας και δεν τον εμπόδισε, λίγο αργότερα, να επικοινωνήσει με την ποίηση του Γκαίτε και του Χάινε.

Εχοντας περάσει τα γυμνασιακά του χρόνια στο Βερολίνο, ο Ρανίτσκι καταβρόχθισε δεκάδες τόμους βιβλίων στις συνοικιακές δημόσιες βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας του Γ´ Ράιχ. Ετσι, αργότερα στο γκέτο της Βαρσοβίας μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του (στη μνήμη ενός άντρα λίγο πάνω από τα 20 χρόνια) όλα τα δράματα του Σίλερ και τα περισσότερα του Σαίξπηρ, τα άπαντα του Κλάιστ και του Μπύχνερ, τις νουβέλες του Γκότφριντ Κέλερ και του Τέοντορ Στορμ, τα μεγάλα μυθιστορήματα του Τολστόι, του Ντοστογέφσκι, του Μπαλζάκ, του Σταντάλ και του Φλομπέρ, τους Σκανδιναβούς ­ τον Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν, τον Κνουτ Χάμσουν ­, ολόκληρο τον Εντγκαρ Αλαν Πόου, που θαύμαζε, τον Οσκαρ Γουάιλντ, που τον ενθουσίαζε, τον Γκυ ντε Μοπασάν, που τον διασκέδαζε και τον παρακινούσε.

Πώς διάβασε όλα τούτα τα βιβλία μέσα σε τόσο λίγα χρόνια; «Μήπως ήξερα κάποια μέθοδο για ιδιαίτερα γρήγορο διάβασμα;» αναρωτιέται ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του. «Ουδόλως, και δεν έχω μάθει και κάποια τέτοια μέθοδο μέχρι σήμερα. Αντιθέτως, είτε πρόκειται για εκείνο τον καιρό είτε για τώρα, εγώ διαβάζω σχεδόν πάντοτε αργά» γράφει, δίνοντάς μας μια κατεύθυνση ανάγνωσης ή απόλαυσης της ανάγνωσης. «Καλώς ή κακώς, μονάχα αργά προχωρεί το πράγμα».

Στην πρώτη του συνάντηση με τον Γκύντερ Γκρας, το 1958, έναν συγγραφέα με τον οποίο ο Ρανίτσκι δεν τα «πάει» καλά, ο Γκρας τον είχε ρωτήσει: Μα τι είστε αλήθεια, Πολωνός, Γερμανός ή τι τέλος πάντων; Την απάντηση τη δίνει ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι στην αυτοβιογραφία του. Πατρίδα του είναι η λογοτεχνία. Οδηγός του και σηματωρός του σε αυτή την πίστη είναι το διήγημα του Τόμας Μαν Τόνιο Κραίγκερ. Ο Τόνιο που ονειρεύεται της συνήθειας τις ηδονές, που φοβάται πως θα του φύγει μέσα από τα χέρια η ζωή, η τετριμμένη, η πλανεύτρα, που υποφέρει επειδή δεν ανήκει πουθενά και ζει σαν ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι.

Οταν το 1987 απονεμήθηκε στον Ρανίτσκι το βραβείο «Τόμας Μαν», ήταν αυτονόητο για τι θα μιλούσε. Για τον Τόνιο Κραίγκερ. «Για τούτο το ποιητικό εγχειρίδιο όλων όσοι μένουν στο περιθώριο επειδή δεν ανήκουν πουθενά, για τούτη τη Βίβλο εκείνων που πατρίδα τους είναι η λογοτεχνία».

13 άλλοι τίτλοι στην ίδια κατηγορία: