εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ του ΝΙΚΟΥ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗ
24/9/2006
Ψυχικό, λίγο προτού γίνει Παλαιό, με όλες τις κοινωνικές συνδηλώσεις. Ενα άγριο έγκλημα, μάλλον αποτέλεσμα ερωτικού πάθους. Μια γυναίκα, το μυστηριώδες θύμα, μάλλον λαϊκής καταγωγής, που γρήγορα γίνεται γόνος αριστοκρατικής οικογενείας μέσα από τη μυθοποιητική δύναμη των εγκλημάτων. Ο δολοφόνος διαφεύγει. Ενας νέος, άεργος, ελαφρώς μυθομανής, ελαφρώς διαταραγμένος, αλλά κυρίως άσημος, αποφασίζει να υποδυθεί τον δολοφόνο προκειμένου να εξασφαλίσει την πολυπόθητη δημοσιότητα. Θα έλεγε κανείς, ένας νέος της δικής μας εποχής, της εποχής των realities και των 15 λεπτών δημοσιότητας. Σκηνοθετεί την ενοχή. Ενα πνευμόνι αγορασμένο από τον χασάπη για το ματωμένο πουκάμισο, ένα μαχαίρι από τα παλιατζίδικα, νυχτερινές βόλτες στο ερημικό Ψυχικό - ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος-, μια ανώνυμη επιστολή στον εισαγγελέα που τον κατονομάζει. Στο σχέδιό του, μοναδικός συνένοχος ένας φίλος, ο μόνος που γνωρίζει τη σκηνοθεσία, ο μόνος που θα παρουσιάσει το άλλοθι όταν το παιχνίδι θα αρχίσει να σοβαρεύει και ο ήρωας θα βρεθεί ενώπιον απρόβλεπτα σκληρής ποινής. Η σκηνοθεσία πετυχαίνει, ο νέος κλείνεται στις φυλακές, γίνεται ο ήρωας της ημέρας και του δημοσιογραφικού χρονικού, αποκτά συμπάθειες μεταξύ του γυναικείου κόσμου και μάλιστα των γυναικών της καλής κοινωνίας, αφού «μόνο ένας άνδρας που ξέρει να σκοτώσει, ξέρει και να αγαπήσει». Αλλωστε υπάρχει και η φιλολογική τεκμηρίωση από την «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ» του Οσκαρ Γουάιλντ: «ό,τι αγαπά κανείς πολύ, το σκοτώνει». Πώς καταλήγει η ιστορία; Κανείς σοβαρός αναγνώστης αστυνομικού μυθιστορήματος δεν αποκαλύπτει το τέλος. Γιατί περί μυθιστορήματος πρόκειται, Το έγκλημα του Ψυχικού του Παύλου Νιρβάνα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1928 και κυκλοφορεί τώρα σε νέα έκδοση (Ινδικτος, πρόλογος Γιάννης Ράγκος).
Αφέλεια και αρκετά άτεχνα πράγματα υπάρχουν σε αυτό το μυθιστόρημα του Παύλου Νιρβάνα. Αλλά ο συγγραφέας κατορθώνει κάτι που αποτελεί την πεμπτουσία του αστυνομικού μυθιστορήματος: ενορχηστρώνει το σασπένς και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του σημερινού αναγνώστη που δεν μπορεί να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια. Υπάρχουν όμως και μερικές άλλες πλευρές που αξίζει να σχολιάσουμε. Πρώτον, το μυθιστόρημα αυτό, που τοποθετείται στην αρχή της γενεαλογίας του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος με κορυφαίο ίσως εκπρόσωπο τον Γιάννη Μαρή, δεν θα μπορούσε να γραφεί αν δεν είχε προηγηθεί η ανάπτυξη του ρεπορτάζ στον αθηναϊκό Τύπο και μάλιστα του αστυνομικού ρεπορτάζ με τη σχεδόν μυθιστορηματική, ως προς τους αφηγηματικούς τρόπους, περιγραφή εγκλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από αυτά τα ρεπορτάζ υπογράφονταν από δημοσιογράφους που σήμερα τους ξέρουμε περισσότερο ως συγγραφείς. Δεύτερον, το μυθιστόρημα μας δίνει μιαν εικόνα της Αθήνας αυτής της εποχής. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Αθήνα δεν παρουσιάζεται μέσα από πλούσιες περιγραφές αλλά μέσα από υπαινικτικές εικόνες, κάποια τοπωνύμια, κάποιες μικρές λεπτομέρειες, για παράδειγμα, τα σεπαρέ στις μπιραρίες του Φαλήρου, που δημιουργούν όμως μια αθηναϊκή ατμόσφαιρα. Τρίτον, τα ονόματα των ηρώων είναι δηλωτικά της ταυτότητάς τους αλλά και δηλωτικά μιας εποχής. Ο νέος ονομάζεται Νίκος Μολοχάνθης· ο φίλος του, Στέφανος Σεφέρης· το λαϊκό κορίτσι που αγαπάει τον Νίκο ονομάζεται απλώς Φρόσω· η πλούσια εκκεντρική Αθηναία, κόρη πολιτικού, που έλκεται ως γουαϊλδική από τον φυλακισμένο Νίκο, ονομάζεται Λίνα Αρεάνη· και ο υπενωμοτάρχης που συλλαμβάνει τον Νίκο δεν θα μπορούσε παρά να έχει ένα «καρά» στο επίθετό του: Γεώργιος Καραβαγγέλης.
εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
13/10/2006
Μια πρώιμη κοινωνία του θεάματος
Η Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα σε μια ολοζώντανη αστυνομική ιστορία
Η συζήτηση έχει γίνει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Πού ακριβώς βρίσκονται οι απαρχές της αστυνομικής λογοτεχνίας εν Ελλάδι; Στο έργο του Γιάννη Μαρή, ο οποίος αναμφίβολα καθιερώνει ως καθαρόαιμη φόρμα το αστυνομικό μυθιστόρημα στα μέσα της δεκαετίας του '50; Στα περιοδικά «Μάσκα» και «Μυστήριο», που με την πρωτοβουλία του Απόστολου Μαγγανάρη και του Νίκου Θεοφανίδη μεταφέρουν στα καθ' ημάς το κλίμα του pulp fiction των Ντάσιελ Χάμετ και Ρέιμοντ Τσάντλερ κατά τα χρόνια του '30; Στα βιβλία της Ελένης Βλάχου «Το μυστικό της ζωής του Πέτρου Βερίνη» (1938) ή του Ιωάννου Κονδυλάκη «Οι Αθλιοι των Αθηνών» (1895), που αγγίζουν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο (το πρώτο άμεσα, το δεύτερο διά της πλαγίου) το είδος; 'Η, τέλος, στον πολυσυζητημένο «Συμβολαιογράφο» (1882) του Αλέξανδρου Ραγκαβή, που ενσωματώνει στην κοινωνική τοιχογραφία της Κεφαλονιάς του 19ου αιώνα κι ένα ιδιαίτερα ισχυρό στοιχείο αστυνομικής πλοκής; Οπου κι αν θέλουμε να τοποθετήσουμε την αφετηρία, η συζήτηση πρέπει να ξαναγίνει μετά την ανά χείρας έκδοση, στην οποία παρουσιάζεται το μυθιστόρημα του Παύλου Νιρβάνα «Το έγκλημα του Ψυχικού», που δημοσιεύτηκε το 1928, με προφανή στόχο τον αυστηρό κριτικό έλεγχο ποικίλων όψεων και εκδοχών της ελληνικής κοινωνίας των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Μια κλασική ιστορία μυστηρίου
Οπως προσφυώς παρατηρεί στον πυκνό και πολύ κατατοπιστικό του πρόλογο ο Γιάννης Ράγκος (υπεύθυνος της αστυνομικής σειράς «Verba Obscura») της «Ινδίκτου», ο Νιρβάνας ξεκινάει και καταλήγει το βιβλίο του δίχως να έχει την πρόθεση να γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα, σε αντίθεση με τον Μαρή, ο οποίος προσέρχεται στο είδος με πλήρη συνείδηση. Και χωρίς την αντίστοιχη συγγραφική πρόθεση, όμως, το «Εγκλημα του Ψυχικού» τηρεί ευλαβικά τους περισσότερους όρους του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος - μυστηρίου: ο μύθος του αρθρώνεται γύρω από έναν ανεξιχνίαστο φόνο κι ένας αθώος μπαίνει στη φυλακή ως δράστης, ενώ στο τέλος αποκαλύπτεται ο πραγματικός υπαίτιος του εγκλήματος και η τάξη αποκαθίσταται καθ' ολοκληρίαν. Κι αν απουσιάζουν δύο πολύ τυπικές παράμετροι της αστυνομικής αφήγησης, το πρόσωπο του ντετέκτιβ και οι συνεχείς λογικές συνεπαγωγές του μέχρι να φτάσει στην αποκάλυψη του ενόχου (τα πάντα στο βιβλίο οφείλονται σε συγκυρίες και περιστάσεις), όπως εύστοχα και πάλι σημειώνει ο Ράγκος, η αστυνομική ατμόσφαιρα παραμένει αναλλοίωτη μέχρι και τον τερματισμό της δράσης -μαζί με όλα τα ερεθιστικά ερωτήματα που μας δημιουργεί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής της. Από αυτή την άποψη, δεν είναι, ίσως, διόλου τυχαίο το γεγονός (μολονότι αποτελεί σε κάθε περίπτωση εξωτερικό τεκμήριο) πως το «Εγκλημα του Ψυχικού» μεταφέρθηκε ως αστυνομική ιστορία το 1981 στην κρατική τηλεόραση, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη και σενάριο Βασίλη Μανουσάκη, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Κάτι το οποίο ανήκει χωρίς την παραμικρή αμφιβολία στις προθέσεις του Νιρβάνα είναι, όπως το λέγαμε και προεισαγωγικά, ο ειρωνικός σχολιασμός της αθηναϊκής κοινωνίας του '10 και του '20, μιας κοινωνίας η οποία έχει προσχωρήσει, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο για τα σημερινά μας μάτια, με το σύνολο των δυνάμεών της στην κοινωνία του θεάματος. Ο Νίκος Μολοχάνθης (τι όνομα), ο κεντρικός ήρωας του έργου, ένας εικοσάχρονος φοιτητής της Ιατρικής, παίρνει επάνω του έναν φόνο του οποίου δεν έχει εντοπιστεί ο υπεύθυνος, προκειμένου να μεταστοιχειωθεί σε πρωτοσέλιδο και να εξασφαλίσει την ολιγοήμερη φήμη μιας παταγώδους δημοσιότητας. Ο Μολοχάνθης μπαίνει στη φυλακή και από αυτό το σημείο και πέρα αρχίζει μια σειρά από σπαρταριστά επεισόδια, τα οποία πλάθουν έναν εξαιρετικά κούφιο και ματαιόδοξο (στα όρια του γελοίου) κόσμο: νεαρές κυρίες σπεύδουν στη φυλακή για να δοξάσουν το ίνδαλμά τους, γυναίκες της αριστοκρατίας και του χρήματος αναλαμβάνουν να το κανακέψουν και να το προφυλάξουν (για να το ξεφορτωθούν λίγο αργότερα σαν στυμμένη λεμονόκουπα), αφοσιωμένοι φίλοι εκμεταλλεύονται το ψώνιο του για να εξαφανιστούν εν ριπή οφθαλμού με την περιουσία του παραμάσχαλα, ενώ τα μέλη των κοσμικών σαλονιών πλέκουν τις πλέον έξαλλες φαντασμαγορίες για όσα τρομακτικά κρύβονται πίσω από το φόνο, τον οποίο έχει σπεύσει να δηλώσει πως διέπραξε.
Η γραφή του Νιρβάνα είναι αμείλικτη και βάζει στο στόχαστρό της ανθρώπους όλων των ηλικιών και τάξεων, στιγματίζοντας με τα χειρότερα και τα πιο απογοητετυτικά χρώματα τη συλλογική τους συμπεριφορά. Παγιδεύοντας τους πρωταγωνιστές του σε ένα θέατρο ασύστατων αξιών, όπου το μόνο το οποίο κυριαρχεί είναι το σαχλό λούστρο ενός διάτρητου κοινωνικού συστήματος, χωρίς κανένα βαθύτερο επίπεδο αναφοράς, ο συγγραφέας αποδεικνύεται δεινός κριτής της εποχής και του τόπου του -ένας κριτής, ωστόσο, από το βλέμμα του οποίου ουδόλως λείπουν η κατανόηση και η ανθρωπιά, αν τουλάχιστον πάρουμε ως βάση τον Νίκο Μολοχάνθη, το αθώο θύμα των αδυσώπητων μηχανισμών του θεάματος, που μπορούν να μετατρέψουν τον οποιονδήποτε (ας είναι και για ψύλλου πήδημα) σε βορά της αχρείας, αλλά πανίσχυρης λειτουργίας τους.
Αν συνυπολογίσουμε τον πλούτο των λεπτομερειών, αλλά και τη σπάνια ζωντάνια με την οποία εικονογραφεί ο Νιρβάνας στο «Εγκλημα του Ψυχικού» τους τροφίμους των φυλακών (τη γλώσσα, τις αντιδράσεις ή την κοινωνική τους ταυτότητα), τότε το βιβλίο του είναι σίγουρα ένα βιβλίο που δεν έχει χάσει τίποτε από την αρχική του δύναμη και παραστικότητα -ένα βιβλίο το οποίο εντάσσεται με πάσα άνεση στη συζήτηση για τις απαρχές της αστυνομικής λογοτεχνίας στη χώρα μας, καθώς κι ένα έργο το οποίο θα πρέπει εφεξής να σκεφτόμαστε ως μία από τις πιο απαραίτητες αφετηρίες της, ως έναν από τους πλέον σοβαρούς και αξιόπιστους προεξαγγέλους της.
εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΟΤΖΙΑ
15/10/2006
Διακρινοντας
Αστυνομική σάτιρα
Το 1928, ο «πολυπράγμων λόγιος» Παύλος Νιρβάνας (1866-1937) κυκλοφορεί το σατιρικό μυθιστόρημα «Το έγκλημα του Ψυχικού» (Iνδικτος, σελ. 147) παρωδώντας ήθη της αθηναϊκής ζωής και ταυτόχρονα την ίδια την αστυνομική ιστορία ως είδος. Ο ιδρυτής του ελληνικού χρονογραφήματος προαγγέλλει έτσι και την ελληνική αστυνομική αφήγηση που στην Ελλάδα αναπτύχθηκε μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εφ’ όσον «Το έγκλημα του Ψυχικού» εμπεριέχει αρκετές από τις μυθοπλαστικές προϋποθέσεις που καθιέρωσαν στον 19ο αιώνα οι πατέρες Εντγκαρ Αλαν Πόου και Αρθουρ Κόναν Ντόυλ. Αιώνιος φοιτητής της Ιατρικής, ο ήρωάς του Νίκος Μολοχάνθης ξεκοκαλίζει την πατρική περιουσία. Ανάμεσα στις προσφιλείς ασχολίες του είναι η παρακολούθηση αστυνομικών ταινιών στο βωβό σινεμά, το οποίο κάνει θραύση στην Αθήνα της περιόδου 1910-1920. Ανήκοντας στη μεγάλη παράδοση των ηρώων του 19ου αιώνα, οι οποίοι παρασυρμένοι από «ακατάλληλα καλλιτεχνικά εγχειρήματα» αποτυγχάνουν να διακρίνουν τη φαντασία από την πραγματικότητα, ο Νίκος Μολοχάνθης θα αποφασίσει να γίνει διάσημος αναλαμβάνοντας την ευθύνη για ένα φόνο που δεν έχει διαπράξει. Γραμμένο πριν από ογδόντα χρόνια, το κείμενο του Νιρβάνα αποκτά παράξενη επικαιρότητα, αποδεικνύοντας ότι η θυσία στον βωμό των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας –η απόκτηση επωνυμίας με κάθε τρόπο και οποιοδήποτε κόστος– δεν αποτελεί καινοφανή σημερινή έξη.
Ο Νίκος Μολοχάνθης θα επιτύχει το στόχο του. Για μικρό χρονικό διάστημα, θα γίνει το φημισμένο παιδί της αθηναϊκής αριστοκρατίας, η οποία θέλγεται από το αποτρόπαιο έγκλημα, για να απομείνει τελικά μονάχος και να αντιμετωπίσει τις μοιραίες συνέπειες της υποτιθέμενα αιματηρής του πράξης. Το μυθιστόρημα του Νιρβάνα, αναφέρει εισαγωγικά ο Γιάννης Ράγκος, περιέχει τα βασικά ειδολογικά χαρακτηριστικά της αστυνομικής ιστορίας: ένας φόνος με άγνωστο δράστη, έρευνες της αστυνομίας που αποβαίνουν άκαρπες, ένας αθώος που κατηγορείται για το έγκλημα, τελική αποκάλυψη του πραγματικού ενόχου και απαλλαγή του αθώου. Από το κείμενο του Eλληνα λογοτέχνη απουσιάζει, βεβαίως, η καταστατική για το είδος διαδικασία της ορθολογικής αναζήτησης του πραγματικού δράστη καθώς στο «Εγκλημα του Ψυχικού» ο ένοχος αποκαλύπτεται τυχαία. Αυτό οφείλεται στο ότι κύριος στόχος του λαοφιλούς στην εποχή του συγγραφέα ήταν η ειρωνική διακωμώδηση: Διακωμώδηση της ανικανότητας και ανοησίας των αρχών, της φλύαρης παραδοξολογίας του Τύπου, της εκζήτησης και κουφότητας της υψηλής κοινωνίας, των ασυνάρτητων αποφάνσεων της δικαιοσύνης, της ρομαντικής σύγχυσης ματαιόδοξων νέων. Διακωμώδηση ακόμα του αστυνομικού είδους εφ’ όσον κανείς δεν χρειάζεται να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του για να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Διακωμώδηση τέλος των αρχών του εστετισμού και της ωραιολατρίας. Διότι όπως έχει παρατηρήσει η Μαριάννα Δήτσα στη Γραμματολογία Σοκόλη, η αναφορά της εκκεντρικής ψευτοδιανοούμενης Λίνας Αρεάνη στην «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ» του Οσκαρ Ουάιλντ παρωδεί τις αρχές του αισθητισμού. (Ο Παύλος Νιρβάνας είχε υπάρξει υπέρμαχος των αρχών αυτών όντας τριάντα χρόνια νωρίτερα ανάμεσα στους πρωτεργάτες του περιοδικού «Η Τέχνη» του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.)
Σε παλαιότερα κείμενα της ελληνικής μυθιστοριογραφίας, όπως στο «Εγκλημα του Ψυχικού», παρακολουθούμε τις επιτεύξεις της ελληνικής μυθοπλαστικής δημιουργικότητας μαζί με τα όριά της καθώς τα στοιχεία αυθεντικών συλλήψεων αναμειγνύονται με απλοϊκά στερεότυπα που εμποδίζουν το πεζογράφημα να αποκτήσει συνολικά βαρύνουσα σημασία. Από τη μια πλευρά έχουμε έτσι την ιδιοφυή ιδέα του αφηγητή να μετατρέψει τον άμυαλο κατηγορούμενο σε αβοήθητο θύμα του ανελέητου εαυτού του ή το σαρκαστικά ξεκαρδιστικό ρεπορτάζ του αθηναϊκού Τύπου για το έγκλημα. Και από την άλλη έχουμε εντελώς νεκρά αφηγηματικά συστατικά όπως ο έρωτας της ταπεινής Φρόσως που θα μείνει αμετακίνητα πιστή στο πλευρό του ανόητου Μολοχάνθη ή η σχηματικά αντίθετη συμπεριφορά του απατεώνα αδελφού της. Εκείνο έτσι που θα μπορούσε να αποκτήσει τη σημασία μιας πρόδρομα ριζοσπαστικής ανατροπής των συμβάσεων του είδους χάνει τη δυναμική του. Διοτι λόγω των υπόλοιπων σοβαρών αδυναμιών καταλήγουμε πως το κείμενο δεν διαθέτει συναίσθηση του νοήματος της καλλιτεχνικής πρότασης που εμπεριέχει. Οι σκέψεις αυτές αφορούν, βεβαίως, μόνο το γιατί μια τόσο γόνιμη ιδέα δεν καταλήγει σε ένα σημαντικό έργο. Γιατί θα ήταν άδικο να παραβλέψουμε ότι, σε κάθε περίπτωση, «Το έγκλημα του Ψυχικού» αποτελεί ένα εξαιρετικά διασκεδαστικό αφήγημα, και επίσης μια ενδιαφέρουσα πηγή πληροφοριών για την αθηναϊκή ζωή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
περ. ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ του ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
26/10/2006
Αφού ό,τι κάνουμε σε αυτό τον τόπο προέρχεται «εκ μεταφράσεως» η «εκ μεταφοράς», το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να λείψει. Ο Ράγκος, που έχει την επιμέλεια της σειράς, τοποθετεί σωστά το βιβλίο. Για μας σήμερα, που έχουμε καταπιεί δεκάδες αστυνομικά -βιβλία και κινηματογραφικά- έργα, η υπόθεση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ψάχνουμε, αντίθετα, να βρούμε κάποιες πτυχές της νιρβανικής αφήγησης που να πρωτοτυπεί ή να ιδιοτυπεί. Φόνος γίνεται. Ύποπτος υπάρχει. Μόνο που ο ύποπτος δεν κρύβεται, αλλά επιδεικνύει την πράξη του. Το μοτίβο είναι γνωστό βέβαια και δεν χρήζει σχολίων. Αντίθετα, αφού μας περιγράφει την Αθήνα του 1928, ο αναγνώστης βρίσκει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τα ήθη (της πόλης, της φυλακής), τις πιθανές αδεξιότητες του Νιρβάνα και ασφαλώς κάποιες φρασούλες που ξεχάστηκαν πλέον («Δεν το παίρνω στην ψυχή μου», «όποιος σφάζει γυναίκα αγιάζει», «άσχημο λείψανο θα κάνει» κ.λπ.). Το εγχείρημα της έκδοσης ενδιαφέρον.