εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
10/2/2006
Δωδέκατη ποιητική συλλογή του Γιώργου Βέλτσου, ο οποίος συνεχίζει με έμπνευση το εσωλογοτεχνικό του παιχνίδι, δοκιμάζοντας ποικίλες δυνατότητες έκφρασης και σκηνοθεσίας. Ο Βέλτσος κλείνει διαρκώς το μάτι στον υποψιασμένο αναγνώστη, υπενθυμίζοντάς του πως πίσω από κάθε λεκτικό ή εκφραστικό σχήμα κρύβεται μια διαρκής μάχη με την επινόηση και τη δημιουργία. Τίποτε στην ποίηση δεν προκύπτει ως φυσική ή αυτονόητη κατάσταση. Οσο για τα αισθήματα που πηγάζουν από το εγώ του ποιητικού τεχνίτη, είναι πάντοτε διαμεσολαβημένα. Ο ποιητής κατασκευάζει το εγώ του και το φωτίζει τεχνηέντως από διάφορες πλευρές, είτε για να το συνδέσει με τα κείμενα και τις πηγές του παρελθόντος είτε για να το ρίξει με ξέφρενο τρόπο στη σύγχρονη δημόσια σκηνή, όπου μοιραία θα κληθεί να αναλάβει και να παίξει τον ρόλο του: ρόλο ταγού ή παρία, ηγέτη ή περιθωριακού, συγκινημένου στοχαστή ή ψυχρού απόβλητου.
Ο Βέλτσος δεν πλησιάζει ποτέ ευθέως το αντικείμενό του, που δεν είναι άλλο από την άσκηση και τη λειτουργία της ποιητικής τέχνης. Η στάση του απέναντι στην «τέχνη της ποιήσεως» (για να θυμηθούμε τον καβαφικό λόγο) είναι αμφιθυμική και επαμφοτερίζουσα: από τη μια πλευρά, ειρωνική ή και χλευαστική, από την άλλη, σεβαστική ή και ιερουργική. Η ποιητική παιδιά (με τη σοβαρότερη έννοια του όρου) μπορεί πάντα να ξεκινάει από την αρχή και τίποτε δεν είναι σε θέση να ακυρώσει ή να σταματήσει αυτή την κίνηση. Τα υλικά του, άλλωστε, ο ποιητής δεν τα κρύβει -τουλάχιστον για όσους έχουν τα μάτια να τα βρουν και να τα ανακαλύψουν: αρκεί να μπορούν να γυρίσουν τη φόδρα του στίχου και να έχουν την ικανότητα να διαβάσουν στο εσωτερικό της.
Το ποιητικό παιχνίδι, ωστόσο, του Βέλτσου δεν είναι μόνο ένα παιχνίδι διαλογισμού και εργαστηρίου, αλλά και μια ειλικρινής παρόρμηση για εξομολόγηση και εξωτερίκευση των πιο μύχιων καταστάσεων της ατομικής ύπαρξης. Και εδώ ασφαλώς ο ποιητής επιτυγχάνει το μεγαλύτερο και το πιο κρίσιμο κέρδος του.
εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ του Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ
26/2/2006
Ο ποιητής και η μούσα
Τη μεταξύ θηρευτή και θηράματος δοκιμασία δραματοποιεί ο Βέλτσος στα περισσότερα ποιήματα ποιητικής, που περισσεύουν σ' αυτή τη συλλογή του
Εχω την αίσθηση ότι η πρόσφατη συλλογή του Γιώργου Βέλτσου (H Βεατρίκη είμαι, Ινδικτος 2005) αποτελεί σταθμό στη δωδεκάχρονη εκφραστική του περιπέτεια, που ξεκίνησε με τα Σύμβολα το 1993 και συνεχίστηκε με άλλες έντεκα, ενδιάμεσες, ποιητικές ομολογίες. Απόδειξη: η συλλογή αυτή των πενήντα τεσσάρων, αν μετρώ καλά, ποιημάτων σφραγίζεται με τον «Απόλογο»· κείμενο τεσσάρων σελίδων, μεικτής τεχνικής, που κοιτάζει λοξά στους Μεγάλους Απολόγους της Οδύσσειας. Απολογισμός λοιπόν σε πρώτο πρόσωπο για λάθη και παθήματα επίμονης θητείας στην ποίηση. Αντιγράφω φράσεις και φάσεις από την αρχή, τη μέση και το τέλος του «Απολόγου»:
Αρχή: Δεν ήξερα να πω. Δεν κρίθηκα ικανοποιητικά. Δεν με συνορίζονται. / Εφυγα ταπεινωμένος. / Το γήρας μου αφαίρεσε την ικανότητα πειθούς. Πόσο καιρό θα διαρκέσει; / Δεν είχα πλέον το δικαίωμα να θέτω την ερώτηση. /
Μέση: Τώρα είμαι από την άλλη μεριά του καταπετάσματος. Με τον αντίχειρα στο στόμα σα μωρό παιδί και το ουράνιο τόξο κεντημένο στη σαλιάρα. Και δεν εκπλήσσομαι που όλα στήνονται από την αρχή.
Τέλος: Με εγκατέλειψε. Δημιούργησε πάλι τον ιδανικό μου κόσμο: τύψεις, ικεσίες, παραλείψεις, υποκαταστάσεις, υπερβολές. / Είχα επιστρέψει στη δικαιοδοσία του καθρέφτη. Αυτή τη φορά διέσχισα το λεπτό φύλλο του τσίγκου. Επεσα σα σταγόνα υδραργύρου στο πάτωμα. Παρέμεινα ρευστός και ακίνητος.
Αλλο σημάδι πως ο Βέλτσος στοχάζεται τη φορά αυτή ακίνητος την κρίσιμη καμπή του. Να μοιράσουμε τους ποιητές σε δύο βασικές κατηγορίες: σ' εκείνους που κυνηγούν την ποίηση· στους άλλους που η ποίηση τους κυνηγά. Θηρευτές οι πρώτοι· θηράματα οι δεύτεροι. Είμαι λοιπόν της γνώμης πως ο Βέλτσος, αρχίζοντας με τη Σκιά και φτάνοντας στη Βεατρίκη, εκών άκων, προσχωρεί τώρα στα θηράματα της ποίησης, ελπίζοντας στη συμπάθειά της. H μετακίνηση αυτή μαρτυρεί ποιητική ωριμότητα που λίγοι διαθέτουν.
Υπάρχουν ομηρικά υποδείγματα και για τις δύο περιπτώσεις. Το ένα, για τους θηρευτές, προέρχεται από την Ιλιάδα· το άλλο, για τα θηράματα, από την Οδύσσεια. Λοιπόν, στον «Νεών Κατάλογο» της δεύτερης ιλιαδικής ραψωδίας γίνεται λόγος για κάποιον Θάμυρη, αοιδό θρακικής καταγωγής, που τον απάντησαν οι Μούσες στον δρόμο της επιστροφής του από την Οιχαλία, να ξιπάζεται πως ξεπερνά στη μουσική τέχνη ακόμη και τις Μούσες, αν ήθελαν οι ίδιες να τον ανταγωνιστούν στο τραγούδι. Οπότε οι Μούσες, κόρες του Δία, χολώθηκαν, τον τύφλωσαν και του αφαίρεσαν το χάρισμα της θεσπέσιας αοιδής, να μην μπορεί να παίξει πια καν την κιθάρα του (B 594
-600).
Το οδυσσειακό τώρα παράδειγμα από την όγδοη ραψωδία (θ 60-66). Στο κατάμεστο από επιφανείς Φαίακες παλάτι της Σχερίας, ο ξενιστής Αλκίνοος, για να ευφράνει τον ξενιζόμενο Οδυσσέα, που παραμένει ακόμη αδιάγνωστος, καλεί τον κήρυκα να φέρει στη μεγάλη αίθουσα τον τιμημένο αοιδό Δημόδοκο, που ο ποιητής τον συστήνει με το επόμενο δίστιχο: Τον σφράγισε η Μούσα με την εύνοιά της, / αντιχαρίζοντας ωστόσο με το καλό μαζί και το κακό· / του στέρησε το φως των ομματιών, για να του δώσει / το γλυκό τραγούδι.
Αυτά ο Ομηρος, για τους θηρευτές και τα θηράματα της ποίησης. Κι από κοντά ο ασκραίος Ησίοδος, ομολογώντας τη δική του εμπειρία με τις Μούσες, παραίσθηση ίσως, που έγινε όμως συναίσθηση ανεξίτηλη: Κάποτε εκείνες δίδαξαν τον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι, / την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του, / στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές. / Κι ήταν αυτός ο πρώτος λόγος που μου μίλησαν / οι ολυμπιάδες Μούσες, θεές και θυγατέρες του αιγίοχου Δία: «Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι, / ξέρουμε εμείς να λέμε ψεύδη σάμπως αληθινά, / ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να μιλούμε και την καθαρή αλήθεια». / Ετσι μου μίλησαν κι αποτελειώνοντας τον άρτιο λόγο τους, οι κόρες του μεγάλου Δία, σκήπτρο μου δείχνουν, θαυμαστό κλαδί να κόψω δάφνης θαλερής, / και μου ενέπνευσαν θεία φωνή, / να ψάλλω όσα έγιναν κι όσα θα γίνουν.
Μπορεί τα αρχαϊκά αυτά πρότυπα να δίνουν την εντύπωση απόλυτης εξάρτησης του ποιητή από τη Μούσα, που τον καθιστά έτσι ενεργούμενό της (ένσταση που διατύπωσε ο Πλάτων στον «Ιωνά» του), ερμηνεύουν όμως το αίνιγμα της έμπνευσης, προτείνοντας τελικώς ένα είδος συνεργατικής συνωμοσίας θεού και ανθρώπου στην άσκηση της μουσικής ποίησης. Αμφισημία που φαίνεται να την υποπτεύεται ο Βέλτσος, προβάλλοντας στον τίτλο της συλλογής, σε πρώτο μάλιστα πρόσωπο, τη Βεατρίκη του Δάντη, αφήνοντας όμως στο μότο του βιβλίου τον Μαλλαρμέ να εξομολογείται: «η καταστροφή υπήρξε η Βεατρίκη μου». Αυτήν εξάλλου τη μεταξύ θηρευτή και θηράματος δοκιμασία δραματοποιεί ο Βέλτσος στα περισσότερα ποιήματα ποιητικής, που περισσεύουν σ' αυτή τη συλλογή του (συστήνοντας το δικό του καθαρτήριο) και την ομολογεί γενναία στον «Απόλογο»: Δεν μπορούσα να τους αποδώσω δόλο. Εγώ υπήρξα δόλιος· και τότε που απηύθυνα ύβρεις και τώρα που αναπέμπω προσευχές, ενώ θα όφειλα να θρηνώ.