> ΠΟΙΗΣΗ>ΣΥΣΣΗΜΟΝ Ή ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΣΥΣΣΗΜΟΝ Ή ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΣΥΣΣΗΜΟΝ Ή ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΣΥΣΣΗΜΟΝ Ή ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Α.

Με τον τίτλο Σύσσημον (αυτό που σημαίνει το ίδιο για σένα και για μένα, το συμφωνημένο σημάδι) και τον υπότιτλο «Τα Κεφάλαια» (όπως για χρόνια ήταν γνωστό), συγκεντρωμένο σε έναν εξαιρετικά φροντισμένο τόμο το εκτενές ποιητικό έργο του Νίκου Παναγιωτόπουλου, που μέχρι πρότινος οι περισσότεροι γνωρίζαμε μόνο εκ φήμης. Το βιβλίο αυτό, που αποτελεί ένα από τα πιο ξεχωριστά επιτεύγματα της λογοτεχνίας μας στο πέρασμα από τον εικοστό στον εικοστό πρώτο αιώνα, καρπός σιωπηλής εργασίας μιας γεμάτης εικοσαετίας, είναι ένα ταξίδι στα όρια της πνευματικής διαμόρφωσής μας χτισμένο πάνω στον αφηγηματικό καμβά ενός περιστατικού. Ανιχνεύονται πνευματικότητες που έχουν χαθεί με όλη την γεωγραφία της ελληνικής γλώσσας παρούσα.


36,00 €

Αγορά
  • Σελίδες: 508
  • Σχήμα: 24x17
  • ISBN: 960-518-218-1

http://www.flytoistros.com
13/1/2007

Δόθηκε στην έξω ζωή, το κυοφορούμενο εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, από τις εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ (σελίδες 560 περίπου, Ευρώ 35). Είχαμε από τύχη και σπόντα έρθει σε επαφή με ελάχιστο μέρος του κειμένου εδώ και χρόνια ,κι αυτό που φοβηθήκαμε κι ελπίσαμε είναι αλήθεια: Πρόκειται ίσως για την ευτυχέστερη στιγμή της νεοελληνικής γλώσσας. Το ποίημα αναδίνει τέτοιο μεγαλείο που ολοκληρώνοντας κανείς την ανάγνωση, δεν είναι πια ο ίδιος. Τελειώνοντας με τη γενιά του 30 (και του 70),τελειώνοντας με τα χαμένα κέντρα, το ποίημα κόβει την ιστορία της ελληνικής ποίησης σε πριν και μετά. Τίποτε δεν θάναι πια όπως πριν στην Ελληνική Τέχνη (Κι εννοούμε όλες τις μορφές ή τα είδη της τέχνης). Ένας άνθρωπος επιχειρεί την κάθοδο στον εαυτό του κι από τον πάτο αρχίζει να κτίζει πλέξη-πλέξη (όπως καλαθοπλέχτες το καλάθι) αυτό που είναι σε σχέση με το μηδέν και τους άλλους. Πρόκειται για έργο που ξεπερνάει τα παραδομένα όρια της ποιητικής και συνιστά κυρίως μέγιστο ηθικό κατόρθωμα. Αν και γραμμένο σε αποκαλυπτικό ρυθμό και επί μισή μίση χιλιάδα σελίδες, το ποίημα είναι απολύτως συμπυκνωμένο στον εαυτό του και συσπειρωμένο στον αναγνώστη με τέτοια μαστοριά που καταλήγει να γίνεται αντιληπτό ως πρόσφορα. Και ως τέτοιο το ποίημα, προκαλεί ως αντιπροσφορά τη μετάθεση και την αλλαγή αυτού που το διάβασε. Είναι ν΄ απορεί κανείς πώς, σε καιρούς τέτοιους και σε τόπους σαν αυτόν, δημιουργήθηκε κάτι που υπερβαίνει τις μορφές του γραπτού λόγου. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και πως προέκυψε; Χιλιάδες σελίδες σχολιασμών θα ακολουθήσουν και πληροφορίες, βεβαίως θα εισφερθούν, αλλά αυτό που είναι κρίσιμο για μας είναι ότι, ύστερα απ΄ αυτό δεν είμαστε πια αθώοι. Ούτε να γράφουμε μπορούμε σα να μην ξέρουμε ,ούτε να ζούμε σα να μην ξέρουμε.

 

εφ.ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ του ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΜΠΡΟΥΤΖΑΚΗ
18/1/2007

Το Θαύμα της Ποίησης

Μια απρόσμενη έκπληξη περίμενε το βιβλιόφιλο κοινό, τις τελευταίες μέρες του χρόνου που πέρασε, στις προθήκες και τους πάγκους των βιβλιοπωλείων: ένα ογκώδες βιβλίο που το εξώφυλλό του κοσμούσε ένα από τα συμπαντικά κολλάζ Της Μυστικής Ζωής των φυτών, έργο του Anselm Kiefer, με έναν τίτλο μάλλον ασυνήθιστο, μια λέξη παράξενη – Σύσσημον. Το διαζευκτικό «ή», που συμπλήρωνε τον τίτλο με τις λέξεις «Τα Κεφάλαια», δεν πρόσφερε σημαντική βοήθεια. Ωστόσο, το βιβλίο σε τραβούσε να το πλησιάσεις, να το αγγίξεις, να το ανοίξεις, σαν να στο υπαγόρευε μια μυστική φωνή…

Η έκπληξη κορυφωνόταν με το πρώτο φυλλομέτρημα. Το τελευταίο που θα φανταζόταν κι ο πλέον υποψιασμένος αναγνώστης θα ήταν το γεγονός ότι ξεφύλλιζε μια γιγάντια ποιητική σύνθεση. Εχοντας συνηθίσει στις ολιγοσέλιδες και σχεδόν τηλεγραφικές ποιητικές συλλογές, ένας τέτοιος ποιητικός όγκος θα τρόμαζε και τον πιο τολμηρό αναγνώστη. Ωστόσο η αληθινή περιπέτεια θα άρχιζε από τον πρώτο κιόλας στίχο αυτής της σχοινοτενούς ποιητικής μυθιστορίας. Η συγγραφή αυτού του τόσο ξεχωριστού ποιητικού κειμένου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ινδικτος, ξεκίνησε στου Φιλοπάππου προχωρημένο φθινόπωρο του 1985 και κράτησε μέχρι τα τέλη της άνοιξης του 2006, πάντα στην ίδια γειτονιά και στο ίδιο σπίτι. Στο μεταξύ, ο «άφαντος» μέχρι πρότινος ποιητής είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα με μια μετάφραση της «Αντιγόνης» που ανέβασε με ξεχωριστή επιτυχία ο σκηνοθέτης Λευτέρης Βογιατζής στην Επίδαυρο το καλοκαίρι που μας πέρασε.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, φαρμακαποθηκάριος στο επάγγελμα, επί μια συναπτή εικοσαετία, φαίνεται ότι δεν καλλιεργούσε επί ματαίω τη σχέση του με τα φαρμάκια, παραδίδοντας στη δημοσιότητα μια ποιητική - αντίδοτο στην ποιητική καχεξία των καιρών μας. Διαμορφώνοντας τη συγγραφική του συνείδηση μακριά από κάθε δημοσιότητα, εμφανίστηκε σαν έτοιμος από καιρό διεκδικώντας μια ξεχωριστή θέση στην ποιητική μας παράδοση, με ένα βιβλίο που μόνο απαρατήρητο δεν μπορεί να περάσει.

Μια αριστοτεχνικά εκλεπτυσμένη ιερουργική αφήγηση της επώδυνης ανθρώπινης περιπέτειας, αυτής που βιώνει τη θνητότητά της, διάλεξε για να μας καταπλήξει στην πρώτη επίσημη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα. Μιλάω για πρώτη επίσημη εμφάνιση, μια και αυτή η καινοφανής ποιητική μυθιστορία, η οποία μας διηγείται την κορυφαία σύγκρουση της ύπαρξης, αυτή των νεκρών με τους ζωντανούς, πέρασε από μια δοκιμαστική φάση κλειστής κυκλοφορίας, έτσι που οι παροικούντες την (ποιητική) Ιερουσαλήμ κάτι είχαν ήδη υπ’ όψιν τους.

Δίχως αμφιβολία, έχουμε στα χέρια μας ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά κείμενα των τελευταίων δεκαετιών, ένα έργο που προκαλεί ρήξη απλώνοντας τη μεγαλόπρεπη σκιά του στο κουραστικά μέτριο ποιητικό τοπίο. Πρόκειται για ένα ποίημα - ποταμό, ένα έπος όπου δοκιμάζεται η πνευματική υπόσταση του σώματος μέσα από μια οριακή περιπέτεια, που έχει ως αφορμή την απώλεια, τον θάνατο ενός λογοτέχνη που υπήρξε το κέντρο μιας πνευματικής συντροφιάς. Από μια κηδεία, ο Παναγιωτόπουλος φωτίζει το μέγιστο των θαυμάτων, την ανθρώπινη εσωτερικότητα: τον οικουμενικό αόρατο κόσμο που καθορίζει, κρυμμένος πίσω από τις ανθρώπινες σάρκες, το οικοδόμημα της Ζωής. Αυτή την ένθεη πλευρά, την τόσο παραμελημένη, ταξιδεύει ο ποιητής ώς τα ακρότατα σύνορά της, με το όχημα της γλώσσας να διαπερνά όλα τα τοπία, αναδεικνύοντας τη σπάνια γεωγραφία ενός κόσμου απέραντου και στιγμιαίου, τραγικού και μοναδικού. Η αφήγηση από τον πρώτο κιόλας στίχο είναι εντατική, με μια διαρκή προσήλωση στο υψηλό, και έτσι παραμένει ώς και το τέλος, μέσα σε μια συνεχή άσκηση βίου. Ο αφηγητής καταβυθίζεται ώς τα ερέβη του ανθρώπινου ωκεανού, σ’ ένα μακροβούτι δίχως δεύτερη ανάσα, με μια ευκαιρία μονάχα στις δυνατότητές του, την αδιανόητη κατανόηση του ζωντανού έμψυχου και πάλλοντος σώματος με τη νεκρή και άκαμπτη μοίρα του. Κάθε στιγμή της ανθρώπινης κατάστασης μετατρέπεται σε ένα σύμπαν ομοούσιο και αδιαίρετο, που ενστερνίζεται μια πνευματικότητα δαντελένιας αιωνιότητας. Το έργο προσφέρει έναν νέο ήχο ανάγνωσης, μιαν ιδιαίτερη ρυθμική λόγου, ένα άλλο είδος γραφής από αυτά που είχαμε συνηθίσει. Διαπνέεται από μιαν υψηλή πνευματικότητα, που τη διαχειρίζεται μια γλώσσα γέννημα θρέμμα μιας μακραίωνης παράδοσης, που αναδεικνύει τις πιο λεπταίσθητες πτυχές του νοήματος. Πρόκειται για ένα έργο τολμηρό, πέρα από κάθε σύμβαση, που αναζητά το ταπεινό μονοπάτι μιας Αλήθειας. Συνήθως τα ξεχωριστά έργα δημιουργούν έντονες αντιδράσεις και ανάμεικτα αισθήματα, γι’ αυτό το «Σύσσημον» πρέπει να προσεχτεί με γενναιότητα, έτσι ώστε ούτε να μας αδικήσει ούτε και να το αδικήσουμε.

 

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ
20/1/2007

...Τα πολλά δώρα της ποίησης (όχι του Πολύδωρα) μας ήρθαν παραμονές των εορτών, με την έκδοση του νέου «Αξιον Εστί» της λογοτεχνίας μας (τολμώ, εν πλήρει γνώσει, τον παραλληλισμό) ή του ανάλογου «Δωδεκάλογου του Γύφτου» του Παλαμά της εποχής μας, του ποιητικού ορατόριου του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το αναμενόμενο εδώ και 40 χρόνια στους παροικούντες εν Ιερουσαλήμ, με τον τίτλο «ΣΥΣΣΗΜΟΝ ή τα Κεφάλαια» σε μια εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση από την «Ινδικτο» (498 σελ.). Διαβάστε το. Θα με θυμηθείτε. Η ποίηση πάντα έσωζε την ανθρωπότητα και, στο συγκεκριμένο έπος, σώζει τον Ελληνισμό.

 

εφ. LIFO του ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ
25/1/2007

Το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου, λαθροδιάσημο και κομμάτι εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια, επιτέλους πήρε την τελική μορφή του και πάτησε πόδι.

Ακριβούς χαιρετισμούς έλαβε η πνευματική κοινότητα της πόλης με το έμπα του χρόνου, και χρειάζεται καλή στάθμη για να τους εκτιμήσει. Μια νέα φωνή μολογάει την ιστορία της ψυχής της, κι αφού είναι «νέα», σαν τα σκυλιά κι εμείς –που γαβγίζουν όποιον δεν ξέρουν–, είμαστε έτοιμοι να την πάρουμε στο κοντό. Το Σύσσημον του Νίκου Παναγιωτόπουλου, λαθροδιάσημο και κομμάτι εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια, επιτέλους πήρε την τελική μορφή του και πάτησε πόδι.

Όποιος δεν αντέχει τον κόσμο ένα γύρω, με τα χρόνια νιώθει τη γλώσσα του κομμένη και το νου του σε κατάσταση θυέλλης. Η ντόπια ανθρωπότητα, όσο μικρή κι αν είναι, στήνει γιορτές, δοξάζει τον εαυτό της καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη της στιγμής, θεωρεί νόμο το φρόνημά της και ενασμενίζεται για τα κατορθώματά της. Ο απότακτος δεν υπάρχει· ο υπεράριθμος μετράει τα βήματα μέσα στο κελί της ανωνυμίας του, και ένα μόνο δεν ανέχεται: να ζητήσει χάρη.

Λένε από παλιά ότι αν κάποιος τα βάλει με όλους πρέπει να είναι θύμα ή ποιητής. Η πλειοψηφία έχει εύκολο το συλλαλητήριο· έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή επιτυγχάνει απαρτίες, μετράει κεφάλια, κρατάει το νόμισμα έστω και αν δεν έχει ικανά δόντια για να το δαγκώσει. Σαράφηδες και σκάρτα σαραφιάτικα κλείνουν τον ορίζοντα, προσφέρουν μαλακό προσκέφαλο, κουβαλούν μεγάλη αρμάθα με κλειδιά για να φυλάξουν τα κολονάτα τους.

Άρα όποιος κόψει νέο νόμισμα θα χάσει τον ύπνο του. Ο Παναγιωτόπουλος μάλλον δεν κοιμήθηκε ποτέ. Κι αν πήρε κανέναν υπνάκο μέσα στο εικοσάχρονο, ασφαλώς θα είχε το ένα μάτι ανοιχτό. Πως αλλιώς να εξηγήσουμε αυτή την αφηγηματική αγρυπνία ενός εγώ που δεν το χωράει ο τόπος, που δαγκώνει τη φλόγα του χρόνου σαν τον λύκο και δίνει την εντύπωση ότι σε κάθε σελίδα τού έρχεται ο ουρανός σφοντύλι; Το μπαϊράκι του βιβλίου κυματίζει αναπεπταμένο πάνω από τη δόλια πραγματικότητα:

Ομολογιέται κι έχω ακούσει
πως όποιος θέλει να πει
στο βασανιστή του την αλήθεια
πρέπει να ’χει τ’άλογό του σελωμένο.

Να πω στο βασανιστή μου την αλήθεια
Με τέτοιο σελωμένο άλογο που έχω.
Να πάω σφαχτός.

Καλό το στοίχημα. Ούτε λόγος. Ένας κονδυλοφόρος καλής γενιάς που θέλει να είναι και καρδιογνώστης, το πρώτο που πρέπει να παραδεχτεί είναι ότι έχει διαπράξει έγκλημα. Πράγματι, «κάθε ζωή έχει ανάγκη το σκοτάδι».

Αυτό το εκτυφλωτικό σκότος 484 σελίδων, ήτοι η αδίδακτη τέχνη ενός ανθρώπου που έμαθε να αναμοχλεύει τα σωθικά του, μετουσιώνεται μαστορικά σε κοινό μάθημα και διαβάζεται νεράκι από το Α ώς το Ω. Όποια κι αν είναι η εκλεπτυσμένη μας ηλιθιότητα, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικά μυστικά, με απόκρυφες αμαρτίες· το βάθος είναι πάντα η κοινότητα, οι μεταστάσεις της βασανισμένης ψυχής που φέρνει και παίρνει τις γενιές, που ανακλαδίζεται μέσα στην Ιστορία χωρίς φανερό μέτρο και ρυθμό.

Στα σκληρά τερτίπια της περιπλάνησης το Σύσσημον αριστεύει. Προφήτης και μάλλον υποφήτης, ο αφηγητής επιδεικνύει μια λελογισμένη σπατάλη δημιουργικής αυτοκαταστροφής. Θυμίζει πλάσμα που θέλει να απαλλαγεί από το δέρμα του – το πιο βαθύ πράγμα στον άνθρωπο. Ο χιτώνας του Νέσσου εν προκειμένω είναι όλα αυτά που θεωρούμε ζωή μας, προκοπή μας και ατομικό καθεστώς. Συναιρώντας το ελάχιστο με το μεγαλειώδες, την κλονισμένη σκέψη με την ακλόνητη, η αφήγηση κατηγορεί τους πραγματικούς ανθρώπους για αγέννητους, τους σεργιανάει στα «παιχνίδια» –έτσι έλεγαν παλιά τα βασανιστήρια– για να αναλάβει την ευθύνη της γενικής φθοράς. Τι σημαίνει η «γενεά της φθαρμένης σκάλας»; Ό,τι κι αν θέλει να δηλώσει, ανακουφιστικά σχεδόν ο καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του.

Μέσα σε αυτό το έπος της παρακμής που δεν ανέχεται χαριστική βολή και σέρνει κλωνάρια ριζιμιά, σοβεί και λάμπει ο μύθος του εγώ, ενός εγώ πάνοπλου και γι’ αυτό συναρπαστικά πτοημένου,που τελεί εν εξορία και θεωρεί τιμή του να το διακηρύσσει. Είτε τρέχει είτε πάει θεοσκούντουφλα, φέρει στο κούτελο τη σφραγίδα του ταμένου, έχει δικό του Θεό. Αν ήθελε να κολακεύσει το σημερινό φρόνημα, ο αφηγητής θα μπορούσε κάλλιστα να βουτήξει στο μηδέν και να παίξει πειστικά –όπως τόσοι και τόσοι– το δράμα του μικρού ήρωα με το μέγα τραύμα.

Αλλά το βιβλίο έχει άλλο εξάντα. Παίζοντας –πιθανώς εν ου παικτοίς, θα έλεγε η γαλαρία– η μέσα φωνή των κεφαλαίων γυρίζει ανάποδα το «προσωπείο της μανίας» της και αναμετράται με το άπειρο. Αυτή η μεταμόρφωση είναι βέβαιο ότι θα στρατολογήσει πολλούς «εχθρούς», καθότι «ο ψίθυρος της ολιγαρχίας της ερήμου» αποτάσσει όλα τα σημερινά δεδομένα. Η φθορά, όπως ξέρουμε από προσωπική πείρα, αρέσκεται στην αποτυχία· όποιος κόβει το κεφάλι του, αυτόματα φρονεί ότι έχει αποκεφαλίσει και τον κόσμο. Αλλά το Σύσσημον δεν αποφασίζει να κατοικήσει στην «εποχή των λυπημένων ανθρώπων». Κάθε μαράζι στήνει έναν κόσμο – πώς να τον θυσιάσει στο τίποτα; Απαιτώντας από τον αφηγητή να μας δώσει αυτό πού δεν έχει, ουσιαστικά δοξάζουμε ένα βιβλίο που, μέσα στην ανέχεια, έκανε το γύρο της ζωής – και μάλιστα με δεμένα μάτια.

 

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
3/2/2007

Σπάνιο είναι και το μεγάλο ποιητικό έπος του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Σύσσημον, ή Τα Κεφάλαια» (εκδ. «Ινδικτος»). Είναι ένα «έπος της παρακμής» που για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε σε φυλλάδια εκτός εμπορίου. Τώρα είναι ένα βιβλίο αστραφτερό, βαθύ, δριμύ και αρχοντικό. 500 σελίδες ποίησης. Αν και έχω διαβάσει αρκετά από τα φυλλάδια, χρειάζομαι χρόνο να το δω και να το νιώσω. Οσοι ξέρουν, μιλούν για γεγονός. Θα επανέλθω.

 

Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ τ. 137, του ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΟΝΑ
7/6/2007

Όλα τα ποιήματα του Νίκου Παναγιωτόπουλου για πρώτη φορά. Σπουδαίο, τιτάνιο έργο. Ένας νέος Όμηρος των χρόνων μας.

 

Εφ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ
24/6/2007

Λοξές σκέψεις για έναν ευλογημένο

Αφορμή, το βιβλίο του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου «Σύσσημον ή Τ&alph

30 άλλοι τίτλοι στην ίδια κατηγορία: