> ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

Ο Πάουλ Τόμας Μανν (Thomas Mann) γεννιέται την 6η Ιουνίου 1875 στη Λυβέκη (Lübeck) της Βόρειας Γερμανίας. Ο πατέρας του, Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μανν, είναι μεγαλέμπορος, ιδιοκτήτης εταιρείας σιτηρών, και πρόξενος, ενώ η μητέρα του κόρη ενός Γερμανού ιδιοκτήτη φυτειών στο Ρίο ντε Τζανέιρο και μιας Βραζιλιανής πορτογαλικής καταγωγής. Το πλήρες όνομά της: Γιούλια - πιθανότατα «Χούλια» στη γενέτειρά της - ντα Σίλβα-Μπρουνς. Αρκετά χρόνια αργότερα ο ήδη αναγνωρισμένος συγγραφέας Τόμας Μανν θα διαπίστωνε, αναλογιζόμενος στίχους του Γκαίτε, πως στη μητέρα του οφείλει τη «φύση την ιλαρή», τις καλλιτεχνικές και αισθητικές ανησυχίες του, «τη διάθεσή του να μυθολογεί», ενώ στον πατέρα του «τη ζήση του τη σοβαρή».

Τις καλύτερες αναμνήσεις από την παιδική ηλικία του ο Τόμας τις έχει από τις καλοκαιρινές διακοπές στο Τραβεμύντε και τα μπάνια στο γιαλό της Βαλτικής Θάλασσας. Ως μαθητής απεχθανόταν το σχολείο κι επιπλέον ένα συμβάν τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως δεν έπρεπε να βλέπει τους δασκάλους του ως παιδαγωγούς του, αλλά ως δημόσιους υπαλλήλους μεσαίας βαθμίδας. Κάποια ημέρα ένας δάσκαλός του απείλησε έναν συμμαθητή του πως θα του κατέστρεφε την καριέρα· την ίδια ημέρα ο Τόμας διάβασε την παραίνεση του Τέοντορ Στορμ πως για ό,τι μπορείς να γίνεις δεν θα πρέπει να φοβάσαι την εργασία και την επαγρύπνηση, αλλά θα πρέπει να φυλάγεις την ψυχή σου από τον καριερίστα. Έτσι στρέφεται στη σφαίρα της ποίησης και του πνεύματος αναζητώντας τους παιδαγωγούς του· αγαπημένο βιβλίο της εφηβείας του το δράμα «Ντον Κάρλος» του Φρήντριχ Σίλλερ, το οποίο και είχε αποστηθίσει και θα θυμόταν χρόνια αργότερα. Παίζει βιολί, διαβάζει λογοτεχνία και σύντομα κάνει και τις πρώτες δικές του λογοτεχνικές απόπειρες. Αρχικά γράφει θεατρικά έργα, τα οποία και παίζει μπροστά στους γονείς και τις θείες του μαζί με τα αδέλφια του, αργότερα ποιήματα για έναν ξανθό φίλο, που αγάπησε, κι έπειτα ποιήματα για την παρτενέρ του στο μάθημα χορού με τις καστανές πλεξούδες. Η ποιητική του φύση δεν πτοείται ούτε από το γεγονός πως ένας συμμαθητής, «από θαυμασμό, αλλά και κακοήθεια», δίνει ένα ποίημά του στο διευθυντή του σχολείου και γίνεται ευρύτερα γνωστή η ιδιαιτερότητά του, να γράφει.

Ενώ είναι ακόμη έφηβος, πεθαίνει ο πατέρας του και η εταιρεία της οικογένειας, που υπάρχει πάνω από εκατό χρόνια, διαλύεται. Το σπίτι που είχε χτίσει ο πατέρας του και στο οποίο κατοικούσαν, αλλά κι εκείνο της μητέρας του πατέρα του κοντά στην εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, το οποίο θα γινόταν αργότερα γνωστό ως το σπίτι των «Μπούντενμπροκ», πωλούνται και η οικογένεια μετακομίζει σε ένα μικρότερο σπίτι με κήπο κοντά στην Πύλη της πόλης. Ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του η μητέρα του θα μετακομίσει με τα τρία μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο, ενώ ο Τόμας και ο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός του Χάινριχ θα μείνουν στη Λυβέκη υπό την επίβλεψη κάποιου καθηγητή, για να συνεχίσουν το σχολείο. Ο Τόμας θα το εγκαταλείψει μετά την εβδόμη έχοντας εξασφαλίσει με την επιτυχία του στις εξετάσεις το δικαίωμα μονοετούς στρατιωτικής θητείας, ενώ στα χρόνια του γυμνασίου έχει λάμψει ως φιλοσοφικά ανατρεπτικός επικεφαλής αρθρογράφος του μηνιαίου περιοδικού για την τέχνη, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία «Η Εαρινή Θύελλα» («Der Frühlingssturm»), το οποίο εκδίδει ο ίδιος μαζί με μεγαλύτερους μαθητές.

Αφού πηγαίνει κι εκείνος στο Μόναχο, εργάζεται αρχικά σε μια εταιρεία πυρασφάλειας, όπου συγγράφει κρυφά εν ώρα εργασίας την πρώτη του ερωτική νουβέλα, Gefallen (Παραστρατημένη), που αποτελεί και την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία, αφού όχι μόνο δημοσιεύεται στο περιοδικό Gesellschaft (Κοινωνία), στο οποίο είχε δημοσιευθεί κι ένα ποίημά του στα σχολικά του χρόνια, αλλά κυρίως επειδή ο ποιητής Ρίχαρντ Ντέμελ του γράφει μια θερμή και ενθαρρυντική επιστολή και λίγο αργότερα τον επισκέπτεται. Τότε, με τη βοήθεια κάποιου νομικού, ο οποίος συμβουλεύει τη μητέρα του, ο Τόμας κατορθώνει να εγκαταλείψει την εργασία του, ανακοινώνει πως θέλει να γίνει δημοσιογράφος και παρακολουθεί διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο του Μονάχου ως ακροατής. Εκεί γνωρίζει διάφορους συγγραφείς και ποιητές, μέλη της «Ακαδημαϊκής και Δραματικής Ένωσης» και γίνεται μέλος της θεατρικής ομάδας ενός λογοτεχνικού καφενείου, η οποία ανεβάζει για πρώτη φορά στη Γερμανία την Αγριόπαπια του Χένρικ Ίμπσεν, που γίνεται επιτυχία παρά τις αντιδράσεις του συντηρητικού κοινού. Ο ίδιος ο Τόμας παίζει το ρόλο του μεγαλέμπορου και πρόξενου Βέρλε, ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με τον γιο του, όταν ο τελευταίος αυτοδιορίζεται σωτήρας και διαφωτιστής της οικογένειας των Έκνταλ, που ζει μέσα στο ψέμα.

Το 1895 ταξιδεύει με το μεγαλύτερο αδελφό του στην Ιταλία κι ένα χρόνο αργότερα ο Χάινριχ τον προσκαλεί να μείνει μαζί του στη Ρώμη. Το καλοκαίρι, «ένα μεγάλο, καυτό, ιταλιάνικο καλοκαίρι», το περνούν σε μια ορεινή κωμόπολη, την Παλεστρίνα, ενώ το χειμώνα με τις εναλλαγές της τραμουντάνας και του σιρόκου τον περνούν στη Ρώμη ως ένοικοι στο σπίτι μιας «καλής κυρίας» με πέτρινα δάπεδα και ψάθινες καρέκλες. Εκεί ο Χάινριχ, ο οποίος αρχικά ήθελε να γίνει ζωγράφος, επιδίδεται στη ζωγραφική, ενώ ο Τόμας καταβροχθίζει σκανδιναβική και ρωσική λογοτεχνία μέσα σε σύννεφα καπνού αμέτρητων φθηνών τσιγάρων του ιταλικού μονοπωλίου. Οι δυο αδελφοί «αναμένουν» και συντηρούνται με τα μηνιαία εμβάσματα που τους στέλνει η μητέρα τους. Τα αρχαία γλυπτά στο Βατικανό συγκινούν τον Τόμας περισσότερο από τη ζωγραφική της Αναγέννησης, αλλά η «Δευτέρα Παρουσία» του Μικελάντζελο τον συγκλονίζει, αφού την αντικρίζει ως αποθέωση της δικής του απαισιόδοξης, ηθικής και αντί-ηδονιστικής διάθεσης.

Οι επιτυχίες, που έρχονται σιγά-σιγά, τον χαροποιούν δίχως να τον εκπλήσσουν. Ο Λούντβιχ Γιακομπόβσκι, αρχισυντάκτης της «Κοινωνίας» στη Λειψία, στον οποίο ο Τόμας είχε στείλει μια νουβέλα, αρχίζει την απαντητική επιστολή του με τη φράση: «Μα, τι προικισμένος άνθρωπος είστε!» Ο Τόμας γελάει με την κατάπληξή του και τη θεωρεί αφελή. Σημαντικότερη θεωρεί την επιτυχία της νουβέλας Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν στον εκδοτικό οίκο Φίσερ στο Βερολίνο, την οποία είχε ήδη γράψει στο Μόναχο. Ο Όσκαρ Μπη, διευθυντής της «Neue Deutsche Runschau» («Νέα Γερμανική Επιθεώρηση»), τον παροτρύνει να στείλει ό,τι έχει στον εκδοτικό οίκο και ενώ ακόμη βρίσκεται στη Ρώμη εκδίδεται το 1898 η πρώτη συλλογή του, που φέρει τον τίτλο Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν και εκτός της ομότιτλης νουβέλας περιέχει επίσης άλλες πέντε νουβέλες. Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν αρχίζει με την αμφίσημα, ενοχοποιητική-απενοχοποιητική πρόταση: «Η παραμάνα είχε το φταίξιμο.» Ο προικισμένος πνευματικά, αλλά καμπούρης, σακάτης κύριος Φρήντεμαν, τριάντα χρόνων, ο οποίος διαβάζει λογοτεχνία, παίζει λίγο βιολί και αγαπά το θέατρο και τη μουσική του Βάγκνερ, αποζητά ένα κομματάκι ζωής· το πνεύμα θέλγεται απ’ τη ζωή και η ζωή απ’ το πνεύμα, όμως στο τέλος, όταν το πνεύμα διεκδικεί να γίνει ζωή, εκείνη το απορρίπτει, γιατί ως πνεύμα ήταν που τη γοήτευε, όχι ως ζωή, κι εκείνος σαν αντίβαρο και αρσενικό κακέκτυπο της Οφηλίας λυτρώνεται στο ποτάμι. Ο Τόμας Μανν έχει ήδη θέσει τις βάσεις της μετέπειτα πολύχρονης δημιουργίας του, με την οποία όχι μόνο θα απεικονίσει την παρακμή του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα, αλλά και θα θέτει διαρκώς υπό σοβαρή αμφισβήτηση την πορεία του εικοστού, συνθέτοντας μ’ έναν μοναδικά προσωπικό τρόπο την «αμοραλιστική» νιτσεϊκή κατάφαση της ζωής με τη σοπεναουερική πεσιμιστική άρνησή της. Άρμα του η ειρωνεία, που την ηθική αρχή της την έβλεπε να εκφράζεται εξίσου, αλλά με διαφορετικό τρόπο, στην αμφισβήτηση της αξίας της αλήθειας για τη ζωή τόσο στο Νίτσε όσο και στον Ίμπσεν. Στον πρόλογο των «Στοχασμών Ενός Απολιτικού» (1918) γράφει ο Τόμας Μανν: <<Υπάρχουν από πνευματική και ποιητική άποψη δυο συγγενικές τάσεις που ωρίμασαν με το βίωμα του Νίτσε. Η μια είναι ο ασεβής και αναγεννησιακός αισθητισμός, η υστερική λατρεία της δύναμης, του κάλλους και της ζωής, στα οποία έδειξε για λίγο να αρέσκεται ένα ορισμένο είδος ποίησης. Η άλλη ονομάζεται ειρωνεία – κι εδώ ερχόμαστε στη δική μου περίπτωση. Στην περίπτωσή μου το βίωμα της αυτοάρνησης του πνεύματος χάριν της ζωής μετουσιώθηκε σε ειρωνεία, σε μιαν ηθική στάση την οποία δεν μπορώ εν γένει να οριοθετήσω και να περιγράψω με άλλον τρόπο εκτός από τον ακόλουθο: είναι η αυτοάρνηση, η αυτοπροδοσία του πνεύματος χάριν της ζωής, όπου η λέξη «ζωή» σημαίνει όπως ακριβώς στον αναγεννησιακό αισθητισμό, μόνο με μιαν άλλη, ελαφρύτερη και πονηρότερη απόχρωση του συναισθήματος, το αξιαγάπητο, την ευτυχία, τη δύναμη, τη χάρη, την τερπνή ομαλότητα της αβελτερίας, την απουσία του πνεύματος. Τώρα, η ειρωνεία δεν είναι, βέβαια, πέρα για πέρα ένα ήθος παθητικής φύσεως. Η αυτοάρνηση του πνεύματος δεν μπορεί ποτέ να εννοείται απολύτως σοβαρά, να είναι πλήρης και ολοκληρωμένη. Η ειρωνεία αγωνίζεται, έστω και κρυφά, επιδιώκει να κερδίσει έστω και ανέλπιδα το πνεύμα. Είναι διανοητική, όχι ζωική· πνευματώδης και όχι σκυθρωπή. Μα είναι, μολαταύτα, αδύναμη στη θέληση και μοιρολατρική και απέχει οπωσδήποτε πολύ από το να ταχθεί αποφασιστικά και με δυναμικό τρόπο στην υπηρεσία της επιθυμητότητας και του ιδεώδους. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένα κατ’ εξοχήν προσωπικό ήθος, όχι κοινωνικό, όπως δεν ήταν κοινωνική η «συμπόνια» του Σοπενάουερ· δεν είναι μέσον βελτίωσης με την πνευματική-πολιτική έννοια, είναι απαθής, καθώς δεν πιστεύει στη δυνατότητα να κερδίσει τη ζωή για το πνεύμα – και ακριβώς γι’ αυτό είναι μια έκφανση (λέγω έκφανση) της νοοτροπίας του δέκατου ένατου αιώνα.>> (Μετάφραση: Μαντώ Πουλή. Ίνδικτος) Από την Ιταλία θα επιστρέψει στο Μόναχο έχοντας μαζί του το ήδη ογκώδες χειρόγραφο των «Μπούντενμπροκ» και μένει αρχικά με τη μητέρα του και αργότερα σε εργένικα διαμερίσματα στην περιοχή του Σβάμπινγκ. Ένα από εκείνα τα μποέμικα διαμερίσματα θα το αποτυπώσει στη νουβέλα «Der Kleiderschrank» («Η ιματιοθήκη»), που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στη «Νέα Γερμανική Επιθεώρηση». Κατατάσσεται στο στρατό, αλλά σχεδόν τρεις μήνες αργότερα απαλλάσσεται, αφού, όπως έλεγε με τον χαρακτηριστικό αυτοσαρκασμό του, τα πόδια του δεν έλεγαν να συνηθίσουν το ιδεώδες και ανδρικό βάδισμα, που ονομάζεται παρέλαση, μολονότι παραδεχόταν πως το σώμα υποτάσσεται στο πνεύμα και πως αν υπήρχε η παραμικρή αγάπη μέσα του γι’ αυτό που έκανε, θα ήταν δυνατόν να κατανικηθούν οι πόνοι. Έτσι με αφορμή την τενοντίτιδα, και με τη διαμεσολάβηση του οικογενειακού γιατρού της μητέρας του, ο οποίος ήταν γνωστός του αρχιάτρου, τίθεται σε εφεδρεία, γεγονός που πρακτικά σήμαινε απαλλαγή, αφού βέβαια κατ’ αρχάς παραιτείται από κάθε δικαίωμα αποζημίωσης για τη σωματική βλάβη που υπέστη. Τον καιρό της σύντομης στρατιωτικής θητείας του λαμβάνει μία επιστολή από τον εκδοτικό οίκο Φίσερ, με την οποία του ζητείται να κάνει περικοπές στο μυθιστόρημα «Μπούντενμπροκ. Παρακμή μιας οικογένειας». Η απαντητική επιστολή του, με την οποία υποστηρίζει την αξία του έργου του και αρνείται να προβεί σε περικοπές, έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση του μυθιστορήματος σε δύο τόμους στις αρχές του 1901. Παράλληλα με τη συγγραφή των «Μπούντενμπροκ» ο Τόμας Μανν συγγράφει και νουβέλες και διηγήματα. Το Φεβρουάριο του 1901 γράφει στον αδελφό του, Χάινριχ, πως θα εκδοθεί μία συλλογή, η οποία μεταξύ άλλων θα συμπεριλαμβάνει μία νουβέλα που έγραφε εκείνον τον καιρό και πιθανότατα θα είχε τον τίτλο «Τριστάνος» και ίσως και μία νουβέλα, που σχεδίαζε από καιρό, με τον άκομψο τίτλο «Λογοτεχνία». Τις πρώτες σημειώσεις του για εκείνη τη νουβέλα, η οποία δύο χρόνια αργότερα θα ονομαζόταν «Τόνιο Κραίγκερ», τις κρατά ήδη από το φθινόπωρο του 1899 στο Ώλσγκωρ, λουτρόπολη κοντά στην Ελσινόρη, τη γνωστή Ελσινόρη του Άμλετ, σ’ ένα ταξίδι που κάνει στη Δανία μέσω της γενέτειράς του. Οι σημειώσεις εκείνες αφορούν κυρίως τη συνομιλία του Τόνιο Κραίγκερ με τη ζωγράφο Λισαβέτα Ιβάνοβνα στο τέταρτο μέρος της νουβέλας. Ο Τόμας Μανν θα παραδεχόταν αργότερα πως για τη συνομιλία με τη Ρωσίδα φίλη, ένα εξ ολοκλήρου επινοημένο πρόσωπο, όπως έλεγε, χρειάστηκε μήνες, ενώ θα υπογραμμίσει πως τα συμβάντα με τη «Λαϊκή Βιβλιοθήκη» και τον χωροφύλακα, που περιγράφονται στη νουβέλα, δεν είναι φανταστικά. Μετά την ολοκλήρωση του «Τριστάνου» ο Τόμας Μανν συνεχίζει τον «Τόνιο Κραίγκερ». Έχει ήδη γνωρίσει τους αδελφούς Έρενμπεργκ, και ενώ αργότερα θα αφιέρωνε στον έναν, τον Καρλ, την έκδοση του «Τριστάνου», η ιδιαίτερη έλξη που ένιωθε για τον άλλον, τον Πάουλ, προκαλεί την αναβίωση του εφηβικού του έρωτα για τον ξανθό συμμαθητή του, Άρνιμ Μάρτενς. Το καλοκαίρι του 1902 συνεχίζει τη νουβέλα γράφοντας εκ νέου το πρώτο κεφάλαιο, το κεφάλαιο της παιδικής ηλικίας. Τον επόμενο χρόνο, το Φεβρουάριο του 1903, ο «Τόνιο Κραίγκερ» δημοσιεύεται στη «Νέα Γερμανική Επιθεώρηση», ενώ την άνοιξη του ίδιου χρόνου εκδίδεται ως μέρος της συλλογής «Τριστάνος, έξι νουβέλες», συλλογή την οποία ανοίγει το γνωμικό του Ίμπσεν «Το να γράφεις ποίηση, τούτη είν’ η μέρα που τον εαυτό σου από δίκη περνάς». Στο κεφάλαιο «Ενδοσκόπηση» των «Στοχασμών» γράφει ο Τόμας Μανν: <<Οι Μπούντενμπροκς, το αφήγημα με το οποίο ύστερα από κάποια χαμηλόφωνα ψυχολογικά προανακρούσματα κέρδισα την προσοχή ενός ευρύτερου κοινού, είναι, βεβαίως, ένα πολύ γερμανικό βιβλίο, κι αυτό όχι μόνον εξ αιτίας του περιβάλλοντός του, της χανσεατικής μου πατρίδας η οποία είναι παλαιότατο γερμανικό αποικιακό έδαφος· ούτε μονάχα υπό μία πολιτισμική και ιστορική έννοια: στον βαθμό που μέσα εκεί καθρεφτίζεται η ψυχική εξέλιξη και διαφοροποίηση, ο «εξανθρωπισμός», ναι, του γερμανικού αστικού κόσμου από τη γενιά του προπάππου μου έως τη δική μου. Το μυθιστόρημα είναι γερμανικό προ παντός υπό την έννοια της μορφής - όπου λέγοντας μορφή εννοώ κάτι άλλο από τις κατ’ εξοχήν λογοτεχνικές επιρροές και πηγές που το τροφοδότησαν. [...] Παράλληλα είχα εξασφαλίσει μέσα από το εκτενές αυτό έργο μιαν ανθρώπινη και καλλιτεχνική βάση, επάνω στην οποία θα μπορούσα να στηρίζομαι στην περαιτέρω παραγωγή μου και συνάμα είχα έτοιμο το σώμα του βιολιού, επάνω στο οποίο θα μπορούσα να παρουσιάσω, προς κάθε κατεύθυνση πια, ανεμπόδιστα τις συνθέσεις μου, ένα όργανο από τόσο καλό ξύλο που συμπαλλόμενο αρμονικά με τις χορδές θα έβγαζε πάντοτε ωραίους ήχους, με ένα ηχείο που θα απέδιδε απόλυτα τους ήχους του παιξίματός μου... Υπάρχουν άνθρωποι που διατείνονται πως τάχα το παίξιμο ετούτο δεν υπήρξε τόσο καλό όσο θα το άξιζε το βιολί, πως θα ήταν καλύτερα να μην είχα δώσει το κονσέρτο, πως γρήγορα θα ξεχαστεί τάχα, και πως το μόνο που θα απομείνει ως πολύτιμο απ’ όλα αυτά θα είναι, τάχα, το καλοφτιαγμένο βιολί. Λοιπόν, τουλάχιστον μία φορά, η νεολαία, η γεννημένη περί το έτος 1880 πνευματική νεολαία της Γερμανίας, έκρινε κάπως διαφορετικά: ήταν στην περίπτωση του Τόνιο Κραίγκερ, αυτής της πεζής μπαλάντας η οποία ασφαλώς θα υφίστατο δύσκολα δίχως τους Μπούντενμπροκς και η οποία είναι, πράγματι, μια ωδή παιγμένη επάνω στο αυτοσχέδιο όργανο του μεγάλου μυθιστορήματος... «Το ζωντανό, δίχως πνευματικές δεσμεύσεις, με χειροπιαστή δομή έργο», έλεγα σε μια μεταγενέστερη εργασία παρωδώντας κάπως το διδασκαλικό ύφος, «συνιστά την τέρψη των αστικών μαζών, αλλά η νεολαία με τα απόλυτα πάθη της θέλγεται μόνο από το προβληματικό στοιχείο.» Λέγοντάς το είχα στον νου μου τους Μπούντενμπροκς και τον Τόνιο Κραίγκερ. Οι μεν, έργο πέρα για πέρα πλαστικό, Τέχνη και διόλου σχεδόν πνεύμα, απασχολούσαν διαρκώς τη μορφωμένη μεσαία τάξη· η διανοούμενη και ριζοσπαστική νεολαία, όμως, η οποία τότε, βεβαίως, ακόμη δεν εννοούσε τον ριζοσπαστισμό πολιτικά, άδραξε τον Τόνιο Κραίγκερ σαν το έργο που της ταίριαζε· το παίξιμο ετούτο ήταν γι’ αυτήν πιο σημαντικό από το βιολί... Πού είναι τώρα, πού είναι ο τοτινός φοιτητής του Γκαίττινγκ με το ισχνό και νευρικό πρόσωπο που, καθώς πίναμε όλοι στο καπηλειό του Μύτσε μετά την παράδοση, μου είπε με την καθάρια τρεμάμενη φωνή του: «Το ξέρετε, ελπίζω, έτσι δεν είναι; Το ξέρετε, δεν είναι οι Μπούντενμπροκς το αληθινά δικό σας έργο, το αληθινά δικό σας έργο είναι ο Τόνιο Κραίγκερ!» Είπα, το ήξερα. Το πράγμα είχε ως εξής: ενώ στους Μπούντενμπροκς είχε μπορέσει να εκφραστεί μονάχα η επιρροή από τον Σοπενάουερ και τον Βάγκνερ, η ηθική και πεσιμιστική από τη μια και η επική και μουσική από την άλλη, στον Τόνιο Κραίγκερ ξέσπασε το νιτσεϊκό παιδευτικό στοιχείο που έμελλε εφ’ εξής να υπερισχύσει. Η διθυραμβική-συντηρητική αντίληψη της ζωής που είχε ο λυρικός φιλόσοφος, η άμυνά του ενάντια στο ηθικολογικό-μηδενιστικό πνεύμα, ενάντια στη λογοτεχνία, είχαν μετασχηματιστεί, μέσα στο βίωμα και το συναίσθημα που απεικόνιζε η νουβέλα, σε ερωτική ειρωνεία, σε μια γεμάτη έρωτα κατάφαση προς όλα εκείνα όσα δεν είναι πνεύμα και Τέχνη, όσα είναι αθώα, υγιή, αξιοπρεπή κι απλά, ωστόσο, και αμόλυντα απ’ το πνεύμα, και το όνομα της ζωής, της ομορφιάς ακόμη, μπορούσε να το δει κανείς εδώ να μεταφέρεται, με αρκετό συναίσθημα, στον κόσμο της αστικότητας, στη θεωρούμενη σαν κάτι ιερό συνήθεια, στην αντίθεση πνεύματος και ζωής. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που αυτό άρεσε στη νεολαία. Γιατί αν η «ζωή» έβγαινε εντέλει κερδισμένη απ’ όλα αυτά, «το πνεύμα» κέρδιζε πιο πολλά, καθ’ ότι το πνεύμα ήταν που αγαπούσε, και «ο Θεός» είναι στο «ερών» και όχι στο «ερώμενον», πράγμα που εδώ, άλλωστε, το γνώριζε πολύ καλά «το πνεύμα». Αυτό που δεν γνώριζε ακόμη, ή που ήθελε προσωρινώς να παραγνωρίζει, ήταν το γεγονός ότι δεν ποθεί το πνεύμα μόνο τη ζωή, αλλά και η ζωή ποθεί το πνεύμα και ότι η ανάγκη της για λύτρωση, η λαχτάρα, το φιλόκαλόν της - διότι το κάλλος δεν είναι παρά λαχτάρα - είναι ίσως σοβαρότερη, «θεϊκότερη» ίσως, ίσως λιγότερο επηρμένη και υπεροπτική από αυτήν «του πνεύματος». Μα η ειρωνεία είναι πάντα ειρωνεία και προς τις δυο μεριές, κάτι το ενδιάμεσο, ένα «ούτε-ούτε» και «τόσον-όσο», κι ο Τόνιο Κραίγκερ, άλλωστε ένιωθε να είναι κάτι το ειρωνικό ενδιάμεσο ανάμεσα στον αστικό κόσμο και στον κόσμο της Τέχνης, και ακόμη κι αυτό το όνομά του απετέλεσε τελικά το σύμβολο για κάθε είδους προβληματική μείξη, όχι μονάχα για το μείγμα του ρομανο-γερμανικού του αίματος, αλλά και για την ενδιάμεση θέση του μεταξύ υγείας και πανουργίας, κοσμιότητας και περιπετειώδους βίας, συναισθήματος και Τέχνης: ένα πάθος καταστάσεων το οποίο και πάλι ήταν πασίδηλα επηρεασμένο από εκείνα του Νίτσε ο οποίος ενετόπιζε τη γνωστική αξία της φιλοσοφίας του ίσα-ίσα στο ότι ο ίδιος πατούσε καλά και στους δυο κόσμους, και στην παρακμή και στην υγεία - έστεκε, έλεγε, μεταξύ καθόδου και ανόδου. Ολόκληρη η παραγωγή ήταν ένα μείγμα από φαινομενικώς ετερογενή στοιχεία: από μελαγχολία και κριτική, από τρυφερότητα και αμφισβήτηση, από Στορμ και Νίτσε, από ψυχική διάθεση και λογοκρατισμό... Δεν πρέπει ν’ απορούμε, όπως είπα, που ή νεολαία διάλεξε αυτό, που προτίμησε τούτες τις ενενήντα σελίδες από τους δυο χονδρούς τόμους των Μπούντενμπροκς! Η νεολαία ορέγεται πολύ περισσότερο το στοιχείο του πνεύματος από εκείνο της πλαστικότητας, κι αυτό που εξερέθισε στην προκειμένη περίπτωση ήταν δίχως αμφιβολία ο τρόπος με τον οποίο είχε αντιμετωπισθεί η έννοια του «πνεύματος», πώς είχε αντιπαραταχθεί μαζί με αυτήν της «Τέχνης» υπό το όνομα της «λογοτεχνίας» απέναντι στην ασύνειδη και άφωνη ζωή...>>. Όσον αφορά την καλλιτεχνική μορφή του «Τόνιο Κραίγκερ», ο Τόμας Μανν παραδέχεται πως για πρώτη φορά χρησιμοποιεί τη μουσική, για να δώσει ύφος και μορφή στην εργασία του. Η επική πεζή σύνθεση γίνεται πνευματικός θεματικός ιστός, με την έννοια του μουσικού συμπλέγματος σχέσεων, όπως θα γίνει και χρόνια αργότερα σε μεγαλύτερο βαθμό στο «Μαγικό Βουνό». Και αν το «Μαγικό Βουνό» αποτελεί παράδειγμα «μυθιστορήματος ως αρχιτεκτονικής ιδεών», η τάση για μια τέτοια καλλιτεχνική αντίληψη ανάγεται στον «Τόνιο Κραίγκερ». Τα γλωσσικά «λάιτ-μοτίβ», οι πανομοιότυπες, ή σχεδόν πανομοιότυπες φράσεις που επαναλαμβάνονται σε όλο το έργο, δεν χρησιμοποιούνται απλώς φυσιογνωμικά-νατουραλιστικά, όπως μέχρι τους «Μπούντενμπροκ», αλλά αποκτούν μια ιδεατή συναισθηματική διαφάνεια, η οποία αίρει τη μηχανικότητά τους και τα εξυψώνει σε μουσική. Έπειτα από αυτές τις επιτυχίες ο γνωστός πλέον Τόμας Μανν αρχίζει να κυκλοφορεί σε διάφορα σαλόνια του Μονάχου, που διακρίνονται για τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική τους ατμόσφαιρα. Γνωρίζεται με την οικογένεια Πρίνγκσχαϊμ, η οποία τον μαγεύει στο σύνολό της και το Φεβρουάριο του 1905 νυμφεύεται τη μοναδική κόρη της οικογένειας, Κάτια, δίδυμη αδελφή του Κουρτ, με την οποία και θα αποκτήσει έξι παιδιά, την Έρικα, τον Κλάους, τον Γκόλο, τη Μόνικα, την Ελίζαμπετ και το Μίχαελ. Ο γιος του, Κλάους, διηγείται στο κεφάλαιο «Μύθοι των παιδικών χρόνων» της αυτοβιογραφίας του, «Το Σημείο Καμπής»: << Στα πέντε μου χρόνια, ή και πρωτύτερα, είχα κιόλας εξοικειωθεί με το μοχθηρό ψίθυρο του εφιάλτη. Η κάμαρη, που μοιραζόμουν στην αρχή με την Έρικα κι έπειτα με τον Γκόλο, γέμιζε τη νύχτα φαντάσματα. Πώς τον σιχαινόμουνα κείνον τον κιτρινιάρη, που ερχόταν σχεδόν κάθε νύχτα να ταράξει τη γαλήνη μου! Μερικές φορές είχε το κεφάλι κάτω από τη μασχάλη του, λες κι ήταν γλάστρα ή τσιλίντρο. Μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας σαν αντίκριζα τη λευκή μουτσούνα, που έγνεφε και χαζογελούσε από την τόσο ασυνήθιστη θέση της. Στο τέλος, ήτανε τόση η τρομάρα μου, που δεν μπορούσα πια να την κρύψω. Κουβέντιασα το ζήτημα με τη γκουβερνάντα μας. Την Άννα με τα γαλάζια μάγουλα. Η γαλάζια Άννα, πάλι, συζήτησε το φαινόμενο με τον πατέρα μας, που έκρινε πως ήταν πια καιρός να τελειώνουμε με τον ακέφαλο τούτο μπελά. Εμφανίστηκε στην κάμαρή μας την ώρα του ύπνου, ολότελα ασυνήθιστο γεγονός, και κάναμε πολεμικό συμβούλιο. Ο ακέφαλος επισκέπτης, είπε, δεν ήταν στο κάτω-κάτω τόσο τρομερός, δε θα ’πρεπε να τον αφήνουμε να μας ξεγελάει. «Μη γυρίσετε να τον κοιτάξετε, όταν ξανάρθει!» μας συμβούλεψε ο πατέρας. «Τότε, μάλλον θα φύγει και δε θα ξανάρθει, θα εξαφανιστεί από μόνος του, επειδή θα κρίνει πως είναι οπωσδήποτε ανιαρό και κάπως δυσάρεστο κιόλας να μη του δίνουν σημασία. Αν, όμως, δε μπορέσετε να τον ξεφορτωθείτε μ’ αυτό τον τρόπο, τότε να του ζητήσετε, με δυνατή φωνή, να πάει στο διάβολο. Πέστε του ότι το δωμάτιο των παιδιών δεν είναι χώρος κατάλληλος για να τριγυρίζει ένα φάντασμα που σέβεται τον εαυτό του και ότι θα ’πρεπε να ντρέπεται για τη διαγωγή του. Και, αν πάλι δε γίνει τίποτα, τότε καλά θα κάνετε να του πείτε ότι ο πατέρας σας είναι πολύ ευέξαπτος και δεν ανέχεται μες στο σπίτι του απαίσια φαντάσματα. Τότε, θα γίνει σίγουρα καπνός. Επειδή στους κύκλους των φαντασμάτων είναι πασίγνωστο ότι γίνομαι πολύ κακός, αν χάσω την υπομονή μου». Ακολουθήσαμε τη συμβουλή του και το φάντασμα έγινε καπνός. Η επιτυχία ήταν απόλυτη και μας απέδειξε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο πόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του πατέρα ακόμα και στον κόσμο των φαντασμάτων. Από τότε αρχίσαμε να τον φωνάζουμε «Μάγο», στην αρχή μόνο μεταξύ μας. Αφού, όμως, προσέξαμε ότι το παρατσούκλι δεν τον ενοχλούσε, αρχίσαμε να τον αποκαλούμε έτσι και μπροστά στον κόσμο.>> (Μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εκδόσεις Εξάντας). Με αυτό το παρωνύμιο θα υπογράφει ο Τόμας Μανν και την αλληλογραφία του με τον Κλάους και την Έρικα στο μέλλον. Στα χρόνια του έγγαμου πλέον βίου του ο Τόμας Μανν θα γράψει δοκίμια, νουβέλες, διηγήματα και μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων θα ξεχωρίσουν «Ο Θάνατος στη Βενετία» (1912) και «Το Μαγικό Βουνό» (1924), δύο έργα τα οποία κατά τη γνώμη του συνέβαλαν σημαντικά στην απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας για τους «Μπούντενμπροκ», είκοσι οκτώ χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή τους. Το 1906, ένα χρόνο μετά το γάμο του, θα εκδοθεί το θεατρικό έργο «Φιορέντσα» (ιταλ. «Φλωρεντία»), στο οποίο η αντίθεση τέχνης και ζωής, έτσι όπως είχε αναπτυχθεί απ’ τον «Τόνιο Κραίγκερ», τίθεται σε νέες βάσεις. Η τέχνη και η ζωή όχι μόνο δεν αποτελούν πλέον δύο αντίθετους πόλους, αλλά μάλιστα ταυτίζονται και αντιπαραβάλλονται από κοινού στο καθαρό πνεύμα, ενώ το 1914 θα δημοσιευθεί η νουβέλα «Beim Propheten» («Παρά τω προφήτη»), γραμμένη ήδη δέκα χρόνια πριν, στην οποία ο νεαρός συγγραφέας εκφράζει σε μια πλούσια κυρία, με της οποίας την κόρη είναι ερωτευμένος, τις επιφυλάξεις του για τις προφητείες τις οποίες άκουσαν λίγο πριν: «Μάλιστα, τι εστί μεγαλοφυΐα; ... Σε τούτον το Δανιήλ είναι άπασες οι προϋποθέσεις παρούσες: η μοναξιά, η ελευθερία, η πνευματική παραφορά, η μεγαλοπρεπής οπτική, η πίστη εις εαυτόν, ακόμη και η εγγύτητα εγκλήματος και παραφροσύνης. Τι λείπει; Ίσως το ανθρώπινο; Ολίγο συναίσθημα, αποθυμιά, αγάπη; Μα τούτο είναι μια πλήρως αυτοσχέδια υπόθεση...» Ο νεαρός ερωτευμένος συγγραφέας δεν θυμίζει απλώς το τέλος του «Τόνιο Κραίγκερ», αλλά ήδη προετοιμάζει το έδαφος για τον Cavaliere Τσιπόλλα, το Μάγο, ο οποίος θα δημιουργηθεί δεκαπέντε χρόνια αργότερα, έπειτα από τα απαραίτητα βιώματα. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τόμας Μανν δεν θα στρατευθεί, αφού ο πρώτος επίατρος στον οποίο θα παρουσιαστεί, είναι αναγνώστης του και χτυπώντας τον στον ώμο θα αποφανθεί πως πρέπει να τον αφήσουν στην ησυχία του, διάγνωση στην οποία θα υποταχθούν και οι υπόλοιποι. Ωστόσο ο πόλεμος θα αφήσει τα χνάρια του. Προλογίζοντας τους «Στοχασμούς» γράφει: <<Όπως συνέβη με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους που εκτροχιασμένοι από τον πόλεμο, «επιστρατευμένοι», αποξενώθηκαν και απομακρύνθηκαν επί πολλά χρόνια από το επάγγελμα και την κύρια ασχολία τους, το ίδιο συνέβη και μ’ εμένα· και δεν ήταν το κράτος και ο στρατός μα η ίδια η εποχή που με επιστράτευσε σε υπερδιετή υπηρεσία πνευματικής στράτευσης, κάτι για το οποίο, λόγω πνευματικής συγκρότησης, δεν διέθετα εν τέλει την απαιτούμενη δεξιότητα και ικανότητα - όπως, άλλωστε, πολλοί της εποχής μου δεν διέθεταν τα ανάλογα σωματικά προσόντα προκειμένου να υπηρετήσουν την πατρίδα· κι επιστρέφω σήμερα από αυτή την υπηρεσία στο ορφανεμένο γραφείο μου με κλονισμένη υγεία και τραυματίας πολέμου, όπως θα έπρεπε, ίσως, να πω.>> Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1926 ο Τόμας και η Κάτια Μανν, με την οκτάχρονη Ελίζαμπετ και τον επτάχρονο Μίχαελ, θα κάνουν διακοπές στο Φόρτε ντέι Μάρμι της επαρχίας Λούκκα στη φασιστική πλέον Ιταλία του Μουσολίνι· ήδη ο Ντούτσε είναι πανίσχυρος και έχουν κηρυχθεί παράνομα όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα. Εκεί όντως θα συμβεί ένα παρόμοιο περιστατικό, με αυτό που εξιστορείται στο «Μάριο Και το Μάγο», μεταξύ ενός ταχυδακτυλουργού κι ενός σερβιτόρου και όταν ο Τόμας Μανν θα το διηγηθεί στη μεγαλύτερη κόρη του, την Έρικα (το όνομα της οποίας θα συμπεριλαμβανόταν λίγα χρόνια αργότερα στον τρίτο κατάλογο με τα ονόματα των ατόμων από τα οποία η ναζιστική Γερμανία θα αφαιρούσε τη γερμανική ιθαγένεια, ενώ ο Κλάους πίστευε πως λόγω της δράσης της της άξιζε να είναι σε έναν από τους δύο πρώτους, όπου βρισκόταν το όνομα του θείου τους, Χάινριχ, και το δικό του), εκείνη δίχως να το γνωρίζει του εμφυσά «το τέλος το τρομακτικό» της νουβέλας, την οποία θα γράψει τρία χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1929 κατά τη διάρκεια πάλι των διακοπών των τεσσάρων τους στη λουτρόπολη Ράουσεν στο Ζάμλαντ. Τη νουβέλα ο Τόμας Μανν θα τη γράψει, προς έκπληξή του, στην παραλία, η οποία έσφυζε από λουόμενους και γυμνά παιδιά, αν και ως τότε πίστευε πως δεν μπορούσε να εργαστεί παρά μόνο σε κλειστούς χώρους. Ο «Μάριο και ο Μάγος» εκδόθηκε το 1930 και ο Τόμας Μανν θα ανέφερε αργότερα εκείνο το «Τραγικό Ταξιδιωτικό Βίωμα» ως παράδειγμα μετουσίωσης του αυστηρά προσωπικού σε πανανθρώπινο. Η Ιταλική μετάφραση της νουβέλας απαγορεύτηκε στη φασιστική Ιταλία και η κριτική στα χρόνια που ακολούθησαν, η μαρξιστική κυρίως, θα υπερτόνιζε τον πολιτικό χαρακτήρα της νουβέλας, γεγονός που ενοχλούσε και τον ίδιο το συγγραφέα της, ο οποίος τόνιζε το ηθικό στοιχείο της νουβέλας. Αν και το «δυναμικό» τέλος του έργου, έτσι όπως το φαντάστηκε να αρμόζει στην πραγματικότητα η Έρικα, δεν θυμίζει κανένα προηγούμενο έργο του Τόμας Μανν, ο Ιππότης Τσιπόλλα δεν παύει να θυμίζει το «Μικρό κύριο Φρήντεμαν» ή τον Γκούσταβ φον Άσσενμπαχ από το «Θάνατο στη Βενετία» και εκείνους τους στίχους του Άουγκουστ φον Πλάτεν «Όποιος την εμμορφιά ατένισε με μάτια / είναι στο θάνατο κιόλας παραδομένος», που ο Τόμας Μανν πίστευε πως αποτελούν την πρωταρχική και βασική έκφραση κάθε αισθητισμού· άλλωστε την ομοφυλοφιλία ο Τόμας Μανν τη θεωρούσε ερωτικό αισθητισμό και πίστευε πως αυτό συνεπαγόταν αυτόματα και την ηθική καταδίκη της, εφόσον δεν διέθετε άλλη ευλογία παρά μονάχα εκείνη της ομορφιάς, η οποία δίχως την ευλογία της φύσης και της ζωής, με την έννοια της αναπαραγωγής, κατέληγε παρά την υπερηφάνεια της ευλογία θανάτου, καταδικασμένη να φέρει πάντα το σημάδι της απελπισίας και του παραλογισμού. Η ατμόσφαιρα του έργου είναι κωμικά «δυσάρεστη» από την αρχή ως το τέλος, συνοδευόμενη από τα μειδιάματα που προκαλούν οι ειρωνικές παρατηρήσεις του αφηγητή - και ως είρων γνωρίζει τη ματαιότητα της διαμαρτυρίας - ιδιαίτερα όταν απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη-ακροατή, αφού η αμεσότητά του δημιουργεί την εντύπωση πως ο αφηγητής, ο οποίος δεν θα πρέπει να ταυτίζεται εξ’ ολοκλήρου με το συγγραφέα, διηγείται προφορικά το τραγικό ταξιδιωτικό βίωμά του. Το σκηνικό της νουβέλας μία τουριστική λουτρόπολη της Ιταλίας με ντόπιους, Γερμανούς, Αυστριακούς, Γάλλους, Άγγλους, Ρουμάνους σε ημέρες καύσωνα που θα διαδεχθεί ένας αποπνικτικός σιρόκος, και την τελευταία σκηνή να παίζεται στη «Sala, τίποτε καλύτερο τωόντι από μια ωστόσο ευρύχωρη ξύλινη παράγκα, που η όμοια με πύλη είσοδός της κοσμούταν κ απ’ τις δυο πλευρές με πολύχρωμες και κολλημένες τη μια πάνω στην άλλη αφίσες», οι οποίες δεν αποκλείεται να έκρυβαν την παλιά επιγραφή «Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε». Τόσο ο Τόνιο Κραίγκερ όσο και ο Ιππότης Τσιπόλλα, ο Μάγος, έτσι ακριβώς όπως τους έχει αποτυπώσει λογοτεχνικά ο Τόμας Μανν ως αποκυήματα της διανόησής του, αποτελούν αδιάσειστα τεκμήρια για την προσωπικότητα του δημιουργού τους, άρρηκτα συνδεδεμένα με τη χρονική στιγμή της καταγραφής τους. Αν ανατρέξει κανείς στα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, έτσι όπως τα έχει καταθέσει ο ίδιος σε βιογραφικά σημειώματα, επιστολές, ημερολογιακές καταγραφές, λόγους, διαλέξεις και δοκίμια, αλλά και σε καταθέσεις άλλων για εκείνον, γίνεται μάρτυρας της «καθ’ εικόνα και ομοίωση» δημιουργίας, έστω κι εάν πολλές φορές η εικόνα αυτή αποτελεί είδωλο σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Και μολονότι είναι δυνατόν να ανακαλύψει κανείς το δημιουργό κατακερματισμένο στα δημιουργήματά του και από τα θραύσματά τους να αποπειραθεί να τον περισυλλέξει και να τον ανασυνθέσει, έχοντας για μπούσουλα την αστείρευτη κωμική του διάθεση, την ειρωνεία, τον αυτοσαρκασμό του και την αφοπλιστικά υβριστική ρήση του, πως «για να μπορείς κατά κάποια υψηλότερη έννοια να μάθεις κάτι, πρέπει να είσαι κάτι», εκείνος θα παραμένει αιωνίως ανεξερεύνητος. Ο Τόμας Μανν σαφώς ενυπάρχει στον Τόνιο Κραίγκερ, αλλά ενυπάρχει και στον Ιππότη Τσιπόλλα, και αν ο πρώτος είναι απείκασμα της νεότητάς του, ο δεύτερος ως δημιούργημα της μέσης ηλικίας του αποτελεί ετεροχρονισμένη προβολή μιας εν δυνάμει εσφαλμένης πορείας εκείνης της νεότητας, προβολή, η οποία δανειζόμενη τις μαγγανείες του Μάγου Τσιπόλλα μετουσιώνεται από ξόρκι σε εύσημο ενός βίου διηγ(η)μένου μ’ εκείνη την απαισιόδοξη, ηθική και αντί-ηδονιστική διάθεση του νεαρού ακόμη Τόμας Μανν. Θα ακολουθήσουν δοκίμια, μελέτες και τα λογοτεχνικά έργα: «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί του» (τετραλογία), «Η Λόττε στη Βαϊμάρη», «Τα μπερδεμένα κεφάλια», «Ο Νόμος», «Ο δόκτωρ Φάουστους», «Ο Εκλεκτός», «Η Απατημένη» και «Οι ομολογίες του μεγαλοαπατεώνα Φέλιξ Κρουλ. Πρώτο μέρος των Απομνημονευμάτων». Στα «Μπερδεμένα κεφάλια», μάλιστα, έναν ινδικό θρύλο που διασκεύασε ο Τόμας Μανν το 1940 και που τελειώνουν με το κάψιμο στην πυρά της ζωντανής Ζίτα και των δύο νεκρών ανδρών και εραστών της, μία φίλη του συγγραφέα, η οποία γράφοντας μία κριτική για το έργο προσπαθούσε να τον πείσει για τη λογοτεχνική αξία της νουβέλας, την οποία εκείνος αμφισβητούσε, διέκρινε κάποια σχέση με τον «Τόνιο Κραίγκερ» και ο Τόμας Μανν της απάντησε: «Ναι, ο Τόνιο, ο Χανς κι η Ίνγκε ενώθηκαν πλέον στον πύρινο τάφο. Ειρήνη στην τέφρα τους! Θα μπορούσατε μάλιστα χαμογελώντας να βάλετε έναν σταυρό από πάνω τους στην κριτική σας…» Στο αυτοβιογραφικό σημείωμα που δημοσιεύθηκε την πεντηκοστή πέμπτη επέτειο των γενεθλίων του ο Τόμας Μανν υπέθετε πως θα πεθάνει δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1945, όταν θα έχει φθάσει στην ηλικία στην οποία πέθανε και η μητέρα του. Παρ’ όλα αυτά στην έκδοση του ίδιου κειμένου είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα θα πρόσθετε πως ο αναγνώστης έμελλε να διαπιστώσει με κάποια ικανοποίηση πως εκείνη η κάπως σκοτεινή εικασία του ποιητή αποδείχτηκε υπέροχη μέθοδος για να εξαγοράσει τη μοίρα. Ίσως αυτή η παρατήρηση του ίδιου του ποιητή δίνει και το κλειδί ολόκληρης της καλλιτεχνικής δημιουργίας του. Τον επόμενο χρόνο, την 12η Αυγούστου 1955, ο Τόμας Μανν, γνωστός και για τη ρήση του στους «New York Times» στα χρόνια της αυτοεξορίας του «Where I am, there is Germany», που δεν μπορεί παρά να θυμίζει στον Έλληνα αναγνώστη το «Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει», θα αφήσει την τελευταία του πνοή κοντά στη λίμνη της Ζυρίχης αφήνοντας πίσω πέρα από το έργο του τίτλους, τιμές και διακρίσεις, εγκώμια τόσο της αμερικανικής και δυτικοευρωπαϊκής όσο και της μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής, την προτομή του στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, έναν ογκώδη φάκελο λεπτομερούς καταγραφής των κινήσεών του στα αρχεία του FBI και επτασφράγιστα ημερολόγια, τα οποία θα ανοίγονταν είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του.

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΚΤΟ

  • ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΙΛΛΕΡ
    ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

    Tο Δοκίμιο για τον Σίλλερ [Versuch uber Schiller] κυκλοφόρησε σε βιβλίο (και σε δίσκο με τη φωνή του συγγραφέα) παράλληλα με τις εκδηλώσεις για την συμπλήρωση των εκατόν πενήντα χρόνων από τον θάνατο του Σίλλερ. Mε αφορμή την επέτειο αυτή εκφωνήθηκε αρχικά, σε συντομευμένη μορφή, στις 8 Mαΐου 1955 στο Kρατικό Θέατρο της Bυρτεμβέργης, στη Στουτγάρδη, και λίγες μέρες αργότερα, στις 14 Mαΐου, στο Eθνικό Θέατρο της Bαϊμάρης. Πρόκειται για το...

    Tο Δοκίμιο για τον Σίλλερ [Versuch uber Schiller] κυκλοφόρησε σε βιβλίο (και σε δίσκο...

    Tο Δοκίμιο για τον Σίλλερ [Versuch uber Schiller] κυκλοφόρησε σε βιβλίο (και σε δίσκο με τη φωνή του συγγραφέα) παράλληλα με τις εκδηλώσεις για την συμπλήρωση των εκατόν πενήντα...

    Διαθέσιμο

  • ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ
    ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

    Η κλασική νουβέλα του Τόμας Μανν γράφτηκε το 1911, μετά τον θάνατο του Γουσταύου Μάλερ που τόσο επηρέασε τον Τόμας Μανν και κατά συνέπεια το εν λόγω έργο. Σε επιστολή του στην Ελ. Τσίμερ, το 1915, ο συγγραφέας έγραφε: «Βέβαια, είναι κατά ένα μεγάλο μέρος μιά ιστορία θανάτου και επιπλέον του θανάτου ως ανήθικης, δελεαστικής δύναμης – μιά ιστορία τής ηδονής τής εκμηδένισης. Αλλά ο ιδιαίτερος στόχος μου ήταν το πρόβλημα τής αξιοπρέπειας τού...

    Η κλασική νουβέλα του Τόμας Μανν γράφτηκε το 1911, μετά τον θάνατο του Γουσταύου Μάλερ...

    Η κλασική νουβέλα του Τόμας Μανν γράφτηκε το 1911, μετά τον θάνατο του Γουσταύου Μάλερ που τόσο επηρέασε τον Τόμας Μανν και κατά συνέπεια το εν λόγω έργο. Σε επιστολή του στην...

    Διαθέσιμο

  • ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΙΤΙΚΟΥ [Πανόδετο]
    ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΙΤΙΚΟΥ [Πανόδετο]
    ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

    O Tόμας Mανν εκδιπλώνει μπροστά μας τη μεγαλειώδη εικόνα της δυτικής πνευματικότητας. H Eυρώπη δεν είναι ένα αδιαίρετο και ομοιογενές σύνολο. Eίναι, αντίθετα, δύο κόσμοι που θα συγκρούονται ακατάπαυστα. Aπό τη μία πλευρά η Eυρώπη της προόδου και των επιστημών και από την άλλη η Eυρώπη του σταυρού, του αίματος και της θυσίας. H Eυρώπη του υλικού πολιτισμού που μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα και η Eυρώπη της ψυχής, του προορισμού και της...

    O Tόμας Mανν εκδιπλώνει μπροστά μας τη μεγαλειώδη εικόνα της δυτικής πνευματικότητας. H...

    O Tόμας Mανν εκδιπλώνει μπροστά μας τη μεγαλειώδη εικόνα της δυτικής πνευματικότητας. H Eυρώπη δεν είναι ένα αδιαίρετο και ομοιογενές σύνολο. Eίναι, αντίθετα, δύο κόσμοι που θα...

    Εξαντλημένο

    50,00 €
    Αγορά Προβολή
  • ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΛΙΤΙΚΟΥ [Χαρτόδετο]
    ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

    O Tόμας Mανν εκδιπλώνει μπροστά μας τη μεγαλειώδη εικόνα της δυτικής πνευματικότητας. H Eυρώπη δεν είναι ένα αδιαίρετο και ομοιογενές σύνολο. Eίναι, αντίθετα, δύο κόσμοι που θα συγκρούονται ακατάπαυστα. Aπό τη μία πλευρά η Eυρώπη της προόδου και των επιστημών και από την άλλη η Eυρώπη του σταυρού, του αίματος και της θυσίας. H Eυρώπη του υλικού πολιτισμού που μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα και η Eυρώπη της ψυχής, του προορισμού και της...

    O Tόμας Mανν εκδιπλώνει μπροστά μας τη μεγαλειώδη εικόνα της δυτικής πνευματικότητας. H...

    O Tόμας Mανν εκδιπλώνει μπροστά μας τη μεγαλειώδη εικόνα της δυτικής πνευματικότητας. H Eυρώπη δεν είναι ένα αδιαίρετο και ομοιογενές σύνολο. Eίναι, αντίθετα, δύο κόσμοι που θα...

    Διαθέσιμο

  • ΣΥΓΚΕΧΥΜΕΝΑ ΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΑ
    ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

    Ο τίτλος της συλλογής Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα είναι φράση από το πρώτο σωζόμενο κείμενο του Τόμας Μανν, την «Οπτασία», την οποία έγραψε σε ηλικία 18 χρόνων. Η συλλογή περιλαμβάνει 13 διηγήματα και νουβέλες που έγραψε ο συγγραφέας από τα 18 έως τα 33 του χρόνια (1893-1908). Τα 11 από αυτά τα κείμενα μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, καλύπτοντας ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία του Τόμας Μανν. Ανάμεσά τους ο...

    Ο τίτλος της συλλογής Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα είναι φράση από το πρώτο...

    Ο τίτλος της συλλογής Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα είναι φράση από το πρώτο σωζόμενο κείμενο του Τόμας Μανν, την «Οπτασία», την οποία έγραψε σε ηλικία 18 χρόνων. Η...

    Διαθέσιμο

  • ΤΟΝΙΟ ΚΡΑΙΓΚΕΡ - Ο ΜΑΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΟΣ
    ΤΟΝΙΟ ΚΡΑΙΓΚΕΡ - Ο ΜΑΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΟΣ
    ΜΑΝΝ ΤΟΜΑΣ

    O Tόμας Mανν σαφώς ενυπάρχει στον Tόνιο Kραίγκερ, αλλά ενυπάρχει και στον Iππότη Tσιπόλλα (O Mάριο και ο Mάγος), και αν ο πρώτος είναι απείκασμα τής νεότητάς του, ο δεύτερος ως δημιούργημα τής μέσης ηλικίας του αποτελεί ετεροχρονισμένη προβολή μιας εν δυνάμει εσφαλμένης πορείας εκείνης της νεότητας, προβολή η οποία δανειζόμενη τις μαγγανείες του Mάγου Tσιπόλλα μετουσιώνεται από ξόρκι σε εύσημο ενός βίου διηγ(η)μένου μ' εκείνη την απαισιόδοξη,...

    O Tόμας Mανν σαφώς ενυπάρχει στον Tόνιο Kραίγκερ, αλλά ενυπάρχει και στον Iππότη...

    O Tόμας Mανν σαφώς ενυπάρχει στον Tόνιο Kραίγκερ, αλλά ενυπάρχει και στον Iππότη Tσιπόλλα (O Mάριο και ο Mάγος), και αν ο πρώτος είναι απείκασμα τής νεότητάς του, ο δεύτερος ως...

    Εξαντλημένο

    12,00 €
    Αγορά Προβολή