> ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ>Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ

Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ

ΠΙΤΤΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Ταβέρνα: Χώρος επικοινωνίας, έκφρασης του λαϊκού κεφιού, διασκέδασης και γέλιου. Χώρος καλαμπουριού, ξεδόματος, ονειροπώλησης, χαλάρωσης και απόλαυσης. Χώρος εξομολογήσεων, αρσενικών αλληλοεκμυστηρεύσεων, πονεμένων ερωτικών ιστοριών και αθεράπευτων ερώτων. Χώρος λησμονιάς –βοηθούσης της οινοποσίας–, απόδρασης από τα ντέρτια και τους καϋμούς της ζωής. Χώρος δημιουργίας, διαφύλαξης και ανανέωσης του μοναδικού πολιτιστικού μας αγαθού που είναι οι τοπικές μας κουζίνες. Χώρος ομαδικής ψυχοθεραπείας με θεράποντα τον ταβερνιάρη. Πρώτες συναντήσεις, ερωτικές εξομολογήσεις, αλλά και πολιτικές αναλύσεις και συνωμοτικές μαζώξεις. Χώρος κοινωνικών συναθροίσεων, οικογενειακών γιορτών όπου επιβεβαιώνεται η κοινωνική συνοχή, τόπος χαράς σπουδαίων γεγονότων, όπως γάμοι, βαφτίσια κλπ. Χώρος υπέρβασης της ζοφερής πραγματικότητας, διέξοδος και διαφυγή απο τη μοναξιά. Χώρος όπου ικανοποιείται η πείνα και η δίψα, αλλά όπου το φαγητό και το πιοτό δεν είναι παρά η αφορμή για να ενωθεί η μια ψυχή με την άλλη, να βρεί την άκρη του νήματος, να αποκαλύψει την ατομική αλήθεια και να ενωθεί με το πανανθρώπινο. Τέλος, χώρος ιστορικής μνήμης, συζητήσεων και σχολιασμού της καθημερινότητας, διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης.

Η Ταβέρνα είναι ο χώρος έκφρασης του ασυνείδητου. Εδώ, οι άνθρωποι μιλούν με τη γλώσσα της ψυχής και όχι της λογικής. Πίνουν, μιλούν, τραγουδούν, γλεντούν, αδελφώνονται, αγαπούν, πονούν, υποφέρουν θυμούνται, λυτρώνονται.

Το βιβλίο αυτό καταγράφει την ιστορία και την παράδοση της Αθηναϊκής Ταβέρνας, από τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια μέχρι σήμερα. Παράλληλα παρουσιάζει και φωτογραφικά τις ιστορικότερες Ταβέρνες της Αθήνας που πολλές εξ’ αυτών λειτουργούν και στις μέρες μας: Η Λεύκα, ο Τσοπανάκος, το Δίπορτο – αλλά και ο Απότσος, ο μπαρμα-Γιάννης και άλλες πολλές.

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται παράλληλα με την ιστορία της κάθε ταβέρνας και η ιστορία του τόπου και των ανθρώπων της. Το ρεμπέτικο και οι ρεμπέτες, η Αντίσταση και οι παρέες της, ο κινηματογράφος και τ’ αστέρια του.

Ένα πανόραμα της πόλης των Αθηνών μέσα από το πρίσμα της Αθηναϊκής Ταβέρνας. Ένα εξαιρετικό φωτογραφικό λεύκωμα και μια ιστορία των ταπεινών αυτού του κόσμου.

Διαθεσιμότητα: Εξαντλημένο


39,00 €

Αγορά
  • Σελίδες: 368
  • Σχήμα: 28x24
  • ISBN: 978-960-518-371-4

εφ. ΤΑ ΝΕΑ του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΝΙΑΤΗ
19/12/2009

«Στην ταβέρνα, ο ανθρώπινος ψυχισμός διαστέλλεται. Στον χώρο- που για χρόνια υπήρξε κορμός της λαϊκής διασκέδασηςδιασταυρώνονται πιρούνια, βλέμματα, γέλια, φλερτ και σκέψεις. Σε αντίθεση με τον χώρο των καλών γκουρμέ εστιατορίων όπου ο κόσμος παραμένει κλειστός στους γύρω του. Οι παλιές ταβέρνες είναι χώροι που εμπεριέχουν μια δυναμική».

O συγγραφέας Γιώργος Πίττας δίνει τον δικό του ορισμό για την ταβέρνα στα «ΝΕΑ» και τη διαχωρίζει από τις νεοταβέρνες που αποτελούν την κυρίαρχη τάση των τελευταίων χρόνων. «Πάντα υπάρχει η σχέση ουσίας και φόρμας.
Το χαρακτηριστικό της νεοταβέρνας είναι πως σερβίρει το φαγητό της μαμάς. Δημιουργείται όμως παρέα σ΄ αυτούς τους χώρους; Διαμορφώνεται σχέση με τους πελάτες; Μάλλον, έχουν δανειστεί τη φόρμα των παλιών μαγαζιών χωρίς να έχουν την ουσία τους», συμπληρώνει και κρατάει το βιβλίο του «Η Αθηναϊκή Ταβέρνα» (363 σελίδων) όπου εμπεριέχεται υλικό άνω των είκοσι ετών για τις ταβέρνες της Αθήνας.

«Ο κόσμος διαμορφώνει την τάση της νεοταβέρνας. Φτιάξαμε αυτόν τον χώρο για να είμαστε στον ρυθμό της εποχής. Σερβίρουμε φαγητό της μαμάς και πολλά “πειραγμένα” πιάτα (κάρι, ρόκα) αφού τα ζητάει ο κόσμος. Έχουμε θαμώνες που επιζήτησαν την αλλαγή», λέει η Σοφία Περδικάρη, ιδιοκτήτρια της νεοταβέρνας «Κανέλλα» της οδού Κωνσταντινουπόλεως. Το μαγαζί συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά της νέας τάσης, με μίνιμαλ διακόσμηση, σπιτικά φαγητά και οικείο περιβάλλον. «Από το 1993 είχαμε το μαγαζί που το 2005 μετονομάσαμε σε “Κανέλλα”. Το Γκάζι άρχισε να ζωντανεύει μετά το 2001 με τη δημιουργία νέων θεάτρων. Έχουμε πολύ θεατρικό κοινό ενώ με την κρίση πέσαμε γύρω στο 10% αφού ο χώρος είναι μικρός (15 τραπέζια μέσα) και δεν επηρεαστήκαμε πολύ. Υπάρχει προσωπική σχέση με τους πελάτες και φιλικό κλίμα από τη μεριά μας. Επιδιώκουμε επίσης να έχουμε σταθερούς εργαζομένους (από τους 15 σήμερα οι 13 είναι από την αρχή)», συμπληρώνει η ιδιοκτήτρια της «Κανέλλας».

Ο κ. Πίττας προβάλλει στα «ΝΕΑ» τις ενστάσεις του: «Οι νεοταβέρνες είναι προϊόν του life style. Για να μαγειρέψεις πρέπει να αγαπήσεις πρώτα τον πελάτη. Δεν νομίζω πως υπάρχει το κλίμα της παλιάς ταβέρνας. Αν ενώσεις δύο τραπέζια σ΄ αυτά τα μαγαζιά θα γίνει χαμός. Στην παλιά ταβέρνα αυτό είναι αυτονόητο». Η εργασία του για να εντοπίσει, αποδελτιώσει, φωτογραφίσει και αποτυπώσει τις πανω από 300 ταβέρνες ήταν δύσκολη και γεμάτη εκπλήξεις.

Σήμερα επίσης θυμάται την αρχική αφορμή για να καταγράψει τους παλιούς χώρους. «Σκέφτηκα να ξεκινήσω, όταν έβλεπα αγαπημένους μου χώρους να γκρεμίζονται και να κλείνουν. Η πρώτη ταβέρνα που θυμάμαι να γκρεμίστηκε ήταν του Καραχάλιου πίσω από τις Φυλακές Αβέρωφ. Εμείς εξάλλου από μαθητές στη Λεόντειο πηγαίναμε σε κουτούκια, ίσως και ως ένδειξη ανδρισμού», λέει και επισημαίνει: «Γύρω στο 1990 άρχισα να συστηματοποιώ αυτά που μάζευα και όταν πια έκλεισαν ο Απότσος και ο Ορφανίδης δούλεψα πιο επισταμένα». Τι κάνει όμως έναν πετυχημένο αρχιτέκτονα επίπλου (ο κ. Πίττας υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας του Νέου Κατοικείν) και επιχειρηματία να ασχοληθεί με τις παλιές ταβέρνες; «Σ΄ αυτόν τον κόσμο έβρισκα κάποια μήκη κύματος που με άγγιζαν, ήταν κοντά σε μένα. Στο καλό εστιατόριο δεν συνάδει να κοιτάς γύρω.

Στην ταβέρνα ισχύει το αντίστροφο. Υπάρχει ροή μηνυμάτων, μια κινητικότητα», παρατηρεί ο κ. Πίττας και συμπληρώνει: «Ιστορικά πάντως η μεγάλη ακμή της ταβέρνας σημειώνεται μετά την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων και σχετίζεται με την ανάπτυξη της Αθήνας ως πόλης και του Πειραιά ως μεταπρατικού κέντρου και μεγάλου λιμανιού.

Μετά τον Εμφύλιο επίσης η ταβέρνα καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο (τότε αναπτύσσονται διάφοροι τύποι ταβέρνας όπως η χασαποταβέρνα, η Πλακιώτικη κ.ά.) ενώ παίρνει διαστάσεις με τη Μεταπολίτευση σε μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα».

 

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΟΡΟΒΕΣΗ
2/1/2010

Σε όλους τους πολιτισμούς, είτε αυτοί βρίσκονται στον Αμαζόνιο είτε στα λαμπρά, φωτεινά κέντρα του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, υπάρχει μια ποικιλία γιορτών. Συχνά είναι ιδεολογικά φορτισμένες. Και μια κυρίαρχη γιορτή μπορεί να συμπεριφέρεται εχθρικά σε μια προηγούμενη, άσχετα αν έχει λεηλατήσει όλο το τελετουργικό της.

Αυτή η φόρτιση μπορεί να είναι εθνικιστική ή θρησκευτική. Αλλά στην ουσία, δεν αναιρείται η σημασία της γιορτής. Γιορτή είναι η συλλογικότητα. Στην ονομαστική μας γιορτή κοινωνικοποιούμε τον απομονωμένο εαυτό μας. Στο καρναβάλι ξεπερνούμε τα όριά μας. Και στο μεθύσι μας, γινόμαστε ποιητές. Υπάρχουν άραγε ακόμα ταβέρνες, που σε τελική ανάλυση είναι το μόνιμο θεσμικό πλαίσιο της γιορτής;

Σε αυτό το ερώτημα μας απαντάει πληρέστατα ο Γιώργος Πίττας με το βιβλίο του «Η Αθηναϊκή Ταβέρνα» (εκδόσεις Ινδικτος). Για αυτή τη δουλειά έφαγε περίπου είκοσι χρόνια από τη ζωή του. Δεν συνυπολογίζουμε τους μεζέδες που έφαγε, ούτε τα κρασιά που ήπιε. Υπάρχουν βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα που δεν τα πιάνει το μάτι μας. Και ούτε φυσικά επιδοτούνται από πουθενά. Ευτυχώς, είχε τη συμπαράσταση της γυναίκας του, της αγαπημένης μας Μπήλιως Τσουκαλά, «που κοντά της σπούδασε και σπουδάζει την τέχνη της γραφής». Και πράγματι, αυτό το βιβλίο θα μπορούσε και να διαβαζόταν σαν ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Οι τριάντα ταβέρνες που επιλέγει θα μπορούσαν να ήταν και τριάντα εκλεκτά διηγήματα. Δεν είναι στην αρμοδιότητα της στήλης η βιβλιοπαρουσίαση. Εντούτοις θεωρώ αυτή την έκδοση ένα πολιτιστικό γεγονός. Είναι μια εθνολογική μελέτη του λαϊκού τρόπου ζωής και διασκέδασης, όπου η ταβέρνα ήταν για όλους η οικογενειακή τους τραπεζαρία. Κάποιες από αυτές δεν υπάρχουν πια. Αλλά κάποιες άλλες βρίσκονται σε πλήρη δράση. Και είναι μια πρόκληση στους καιρούς που ζούμε, όπου το δήθεν μοντέρνο και εμπορευματικό κάνει τον δημόσιο χώρο πανάκριβο και απωθητικό.

Για την ιστορία να αναφέρουμε πως ο Γιώργος Πίττας ήταν από τους συνδημιουργούς του «Νέου Κατοικείν», αυτής της πρωτοποριακής επιχείρησης που ανέπτυξε τον σχεδιασμό του ελληνικού επίπλου που κράτησε περίπου μια εικοσαετία. Για τις ανάγκες της έρευνας, ο Πίττας κάνει και μια βαθιά βουτιά στην ιστορία της ταβέρνας, που διαβάζεται μονορούφι. Και παράλληλα πιάνει και το τραγούδι σε όλες του τις μορφές.

Και εδώ ας μου επιτραπούν κάποιες ενστάσεις. Το λεγόμενο «ελαφρό τραγούδι» είναι αδόκιμος όρος. Σε αυτή τη σχολή του αστικού τραγουδιού χρωστάμε τραγούδια με υπέροχες μελωδίες και ανεπανάληπτους στίχους που είναι ζωντανά και έχουν ακόμα φίλους. Πολλά μαγαζιά ζουν από αυτά τα τραγούδια. Και μια που μπήκα στο κριτικό μέρος αυτού του σημειώματος, να σταθώ και λίγο στις ξένες κουζίνες. Δεν είναι μόδα. Κατά κανόνα είναι η κουζίνα των μεταναστών. Και κάθε χώρα έχει να επιδείξει τη δική της κουζινική ιδιοφυΐα, ανάλογα με τις πρώτες ύλες που διαθέτει.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να γίνουν επενδύσεις σε ξένες κουζίνες. Π.χ. τη μεγαλύτερη αλυσίδα ελληνικών εστιατορίων στη Στοκχόλμη την έχει μια λιβανέζικη φίρμα. Αλλο επενδύσεις, άλλο κουζίνα. Καλή μας χρονιά.

 

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΗΛΙΑ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΥ
3/7/2010

Υπάρχουν ορισμένοι χώροι και σημεία στην Αθήνα που βλέπουμε πολύ συχνά και η βεβαιότητα για τη συνέχεια της ύπαρξής τους είναι τόσο βαθιά που μας κάνει να μην τα σκεφτόμαστε καθόλου ή να αναβάλλουμε συνεχώς τη στιγμή να τους ρίξουμε μια πιο ερευνητική ματιά ή να αναζητήσουμε τον ρόλο τους στην καθημερινή μας ζωή και να γνωρίσουμε την πορεία τους μέσα στον χρόνο.

Πρόκειται ως επί το πλείστον για δημόσιους χώρους, ιστορικά κτήρια, δρόμους με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, διάφορα καταστήματα που είτε αποτελούν κομμάτια της ιστορίας τής πόλης είτε, εξαιτίας της προσωπικότητας του ανθρώπου που τα κατέχει ή τα διευθύνει, έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για μια μερίδα ανθρώπων και για ολόκληρη την Αθήνα.

Οι ίδιοι αυτοί χώροι ακολουθώντας συνήθως την εξέλιξη των τεχνικών αλλά και των συνηθειών του κόσμου αλλάζουν - άλλοτε ριζικά, οπότε χάνουν τον αέρα του χώρου που τα σήμαινε και σβήνουν από τη μνήμη, και άλλοτε καταφέρνουν να διατηρήσουν μια αύρα ικανή να χρωματίζει την ατμόσφαιρά τους. Βασικό στην περίπτωση της διατήρησης είναι η αισθητική και το βίωμα και για τούτο υπεύθυνος δεν είναι μόνον ο άνθρωπος που έχει ταυτιστεί με τον χώρο, αλλά και οι άλλοι που έρχονται σε επαφή συχνά μαζί του.

Ενα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της Αθήνας, και μάλιστα διαχρονικό αφού στηριζόταν στην τροφή, το ποτό και τη διασκέδαση, είναι οι ταβέρνες, για τις οποίες όλοι ήταν σίγουροι πως δεν θα χαθούν ποτέ από το κέντρο της πόλης ή τις γειτονιές της. Μπορεί βέβαια να άλλαζαν κάποια πράγματα στο εσωτερικό τους, όπως, για παράδειγμα, οι συσκευές μαγειρεύματος ή η απουσία των βαρελιών από τον τοίχο, αλλά οι περισσότερες παρέμειναν οι ίδιες και κυρίως δεν άλλαζε η κουζίνα τους, η οποία στηριζόταν στην πείρα και στην έμπνευση του ταβερνιάρη και αποτελούσε το μεγάλο κεφάλαιο της ταβέρνας και χάρη σε αυτήν καθιερώνονταν οι ταβέρνες σε ευρύτερο από τη γειτονιά που εξυπηρετούσαν χώρο στην πόλη.

Εν ολίγοις, η αθηναϊκή ταβέρνα, αν και εξελισσόταν συνεχώς μέσα στα χρόνια που περνούσαν, ουδέποτε έμεινε ένας στάσιμος, ως μουσειακή γωνιά της πόλης, χώρος, αλλά πάντα ήταν η κεντρική σκηνή της ελληνικής λαϊκής διασκέδασης και της κοινωνικής ζωής.

Σε αυτόν ακριβώς τον χώρο μπήκε πριν από πολλά χρόνια ο Γιώργος Πίττας και ύστερα από συστηματική έρευνα τα τελευταία είκοσι χρόνια, με επιτόπιες επισκέψεις σε όλες σχεδόν τις ταβέρνες της Αθήνας και των γειτονικών περιοχών, συνεντεύξεις με ταβερνιάρηδες και θαμώνες, φωτογραφίσεις και αποδελτίωση δημοσιευμάτων από παλαιές εφημερίδες και περιοδικά, αναγνώσεις βιβλίων και αναζήτηση φωτογραφιών από συρτάρια, δημιούργησε ένα μοναδικό βιβλίο, το οποίο πέρα από την αξία του για την ιστορία της πόλης μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει και τον οδηγό γνωριμίας με τις αθηναϊκές ταβέρνες σήμερα.

Ο Γιώργος Πίττας πιάνει το νήμα της ιστορίας της ταβέρνας ξεκινώντας από τα καπηλειά της αρχαίας Αθήνας και αφού παραθέσει σταθμούς από την πορεία της κατά τους επόμενους αιώνες στις μεγάλες πόλεις της Μεσογείου, και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, αρχίζει την ιστορία της αθηναϊκής ταβέρνας από το σημείο ακριβώς όπου ξεκίνησε η ζωή της πόλης: την αρχαία αγορά, που είναι πλέον το Μοναστηράκι και η Πλάκα, το υποτυπώδες κέντρο της πρωτεύουσας της Ελλάδας που έγινε κράτος μετά την Επανάσταση του 1821, όπου αρχίζουν να συγκεντρώνονται πληθυσμοί από κάθε γωνιά της χώρας. Στις λιτές και φτωχικές εγκαταστάσεις εκείνης της εποχής όπου εξυπηρετούνταν οι άνθρωποι της εργασίας και τα λαϊκά στρώματα, καταφτάνουν και οι νεοφερμένοι, και οι ταβέρνες εξελίσσονται σε χώρους συνάντησης επαρχιωτών, ανταλλαγής πληροφοριών, αναζήτησης εργασίας, διασκέδασης και κατά τις προεκλογικές περιόδους, σε κέντρα πολιτικών ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων, με συχνή την εμφάνιση πλανόδιων μουσικών που παίζουν λαϊκά όργανα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 1920, που η Αθήνα μεγαλώνει και ο πληθυσμός της αλλάζει, ανοίγουν ταβέρνες σε πολλές γειτονιές, και αυτές που βρίσκονται στο κέντρο καθιερώνονται ως οινομαγειρεία, όπου τρώνε ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, μεσαία στρώματα, φοιτητές, καταστηματάρχες, έμποροι, επισκέπτες της πόλης. Στα χρόνια αυτά μάλιστα τις ανακαλύπτουν οι διανοούμενοι και η αστική τάξη και οι ταβέρνες εγκαταλείπουν σιγά σιγά τα υπόγεια και εμφανίζονται στα ισόγεια ή στα ημιυπόγεια των καινούριων νεοκλασικών κατοικιών.
Παράλληλα ζωγραφίζονται οι τοίχοι τους με έντονα χρώματα, διακοσμούνται με λαϊκές τοιχογραφίες, θέματα από την ελληνική μυθολογία, φιγούρες κανταδόρων και αποκτούν σφραγίδα καθαριότητας, ενώ κατά την περίοδο αυτή μπαίνουν στην ταβέρνα μουσικά όργανα (κιθάρα, μαντολίνο, μπουζούκι, κλαρίνο), που συνοδεύουν, ανάλογα με την περίπτωση, τραγούδια νησιωτικά, δημοτικά, ανατολίτικα ή επτανησιακές καντάδες.

Τα χρόνια που ακολουθούν μέχρι το 1940 η Ελλάδα αλλάζει ριζικά εξαιτίας των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι φέρνουν και επιβάλλουν νέες συνήθειες, όπως γλέντια και γιορτές σε ταβέρνες και τα συνοδεύουν με τη μουσική τους. Σημαντικό γεγονός θεωρείται η είσοδος των γυναικών στην ταβέρνα, που από μαγέρικο με περιστασιακή μουσική από πλανόδιους οργανοπαίχτες γίνεται τόπος φαγητού και διασκέδασης με μουσική. Με βάση δε την κοινωνική προέλευση των πελατών και το είδος της μουσικής αρχίζουν τότε να μπαίνουν σε κατηγορίες, όπως ταβέρνα με αθηναϊκή καντάδα, με ρεμπέτικη μουσική, με νησιωτική, με δημοτική μουσική. Παράλληλα η ταβέρνα γίνεται ο αγαπημένος χώρος των διανοουμένων, η παρουσία των οποίων χαρακτηρίζει ορισμένες από αυτές, οι οποίες έγιναν ιστορικά στέκια.Ο Βάρναλης αποτυπώνει το κλίμα της εποχής με τους «Μοιραίους».

Από το 1940 ώς το 1974 η Ελλάδα μπαίνει σε μια μακρά περίοδο τραγικών γεγονότων: Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, αποκατάσταση με το σχέδιο Μάρσαλ, Ανένδοτος, άνοιξη του '60 και τέλος, δικτατορία. Οπως είναι επόμενο, οι ταβέρνες προσαρμόζονται σε κάθε περίοδο και όσες έμειναν ανοιχτές κατά την περίοδο της Κατοχής εξυπηρετούσαν τον κόσμο με ό,τι μπορούσε να βρει ο ταβερνιάρης στην ανύπαρκτη τότε αγορά και καταγράφτηκαν ως εστίες συνάντησης και ανταλλαγής πληροφοριών.

Παρά τις δυσκολίες και το βαρύ κλίμα μετά την Απελευθέρωση, οι Αθηναίοι ξεκινούν με ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον και οι ταβέρνες, με τη σειρά τους, ανασυγκροτούνται και σιγά σιγά ξαναβρίσκουν τις προπολεμικές τους δόξες. Παράλληλα δε, με την άνθηση της ταβέρνας ξεφυτρώνουν «σαν μανιτάρια» τα νυχτερινά κέντρα, προσανατολισμένα στον αμερικανικό τρόπο διασκέδασης, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του '40 οι επιτυχίες των πρωταγωνιστών του ρεμπέτικου φέρνουν τον κόσμο κοντά σε αυτό το είδος της μουσικής. Ανοίγουν τότε μαγαζιά που άφησαν ιστορία και απ' όπου πέρασαν και όλα τα μεγάλα ονόματα της λαϊκής μουσικής, που ερμήνευσαν μοναδικές επιτυχίες, καθώς και σπουδαία πρόσωπα από τον χώρο της τέχνης, του θεάτρου, του κινηματογράφου, που αποτελούν μαγνήτη για το κοινό που θέλει να τα δει από κοντά.

Την περίοδο αυτή, στις λαϊκές ταβέρνες σε κάθε φτωχογειτονιά της Αθήνας πλανόδιοι οργανοπαίχτες παίζουν με το μπουζουκάκι τους τις γνωστές επιτυχίες και περί τα τέλη της δεκαετίας του '50 καταφτάνει το τζουκ μποξ, που μπαίνει σε όλες σχεδόν τις ταβέρνες, κι έτσι ο καθένας μπορεί να επιλέξει τους δίσκους με τα τραγούδια της αρεσκείας του. Παράλληλα όμως οι ταβέρνες που στεγάζονταν σε παλιά κτήρια της πόλης, με αυλές και κήπους, γίνονται τα πρώτα θύματα της ανοικοδόμησης καθώς γκρεμίστηκαν και πολύ γρήγορα στη θέση τους υψώθηκαν πολυκατοικίες.

Στη δεκαετία του '60 που ακολούθησε, παρατηρείται μια πρωτοφανής άνθηση της οικονομίας αλλά και της τέχνης σε όλες τις εκφράσεις της, ενώ αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο διακατέχει όλα τα στρώματα του πληθυσμού της Αθήνας και της Ελλάδας. Οι παραδοσιακές ταβέρνες όμως «δεν σηκώνουν» πλέον τα καινούρια τραγούδια, τα αρχοντορεμπέτικα και τα λοιπά λαϊκά τραγούδια των ανερχόμενων κοινωνικών τάξεων, και οι μουσικοί εγκαθίστανται σε μεγάλα κοσμικά κέντρα. Η απόκτηση, στην αρχή, μοτοσυκλέτας και κατόπιν αυτοκινήτου οδηγεί τους κατοίκους της πόλης σε μακρινές γειτονιές και σε εξοχές, όπου και δημιουργείται ένας νέος τύπος ταβέρνας, η εξοχική.

Η ανοδική πορεία της Ελλάδας σταματάει όμως το 1967 και η χώρα μπαίνει στον «γύψο». Εκείνη την εποχή, που η διασκέδαση των νεόπλουτων και των ωφελημένων κοινωνικών στρωμάτων μεταφέρεται στα «μπουζούκια» της παραλίας, με νέα έθιμα και ήχους, στους χώρους της λαϊκής ταβέρνας οι φοιτητές και οι άνθρωποι του μόχθου τραγουδούσαν τα παλιά ρεμπέτικα, τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, του Μίκη Θεοδωράκη, τα αντάρτικα, τις μπαλάντες του Μάνου Λοΐζου. Στις ταβέρνες των Εξαρχείων, στην Πλάκα, στο Κουκάκι, στον Κολωνό και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας και στις συνοικίες της Καισαριανής, του Βύρωνα, της Νέας Ιωνίας τραγουδιούνταν οι καημοί της ξενιτιάς, οι ανομολόγητες αγάπες, οι ανολοκλήρωτοι έρωτες, τα συναισθήματα της καθημερινότητας, αλλά και οι ελπίδες της λευτεριάς, σφυρηλατώντας το κλίμα του αντιδικτατορικού αγώνα.

Από τη Μεταπολίτευση και μετά, οι νέες γενιές ανακαλύπτουν τα παλιά ρεμπέτικα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εκατοντάδες ρεμπέτικες κομπανίες, που φιλοξενούνται σε ταβέρνες, πολλές φορές με μαγαζάτορες νέας γενιάς. Η διασκέδαση στις νεοπαραδοσιακές ταβέρνες, στα ουζάδικα, στα οινομαγειρεία, στα μαγέρικα της γειτονιάς ξανάφερε τη λαϊκή διασκέδαση στην παλιά της μορφή, όπου το φαγητό, η συζήτηση, τα καλαμπούρια, το τραγούδι, το γλέντι, το ξεφάντωμα και ο χορός αποτελούσαν μια αδιάσπαστη ενότητα και απέβλεπαν στην τόνωση της παρέας και των ανθρώπινων σχέσεων γενικότερα. Ολα αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή εξέλιξη των σύγχρονων κέντρων διασκέδασης.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του ο Γιώργος Πίττας καταγράφει και περιγράφει διακόσιες ταβέρνες που αποτελούν ένα χαρακτηριστικό δείγμα από αυτές που υπήρχαν σε κάθε γειτονιά της Αθήνας, ενώ αναφέρεται σε 30 καθαρά ειδικές περιπτώσεις, από τις οποίες οι περισσότερες λειτουργούν ακόμη.

Το κριτήριο γι' αυτό τον κατάλογο ήταν να βρίσκονται σε συνοικίες με ιστορία, να έχουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, να χαρακτηρίζονται από μια αξιοσημείωτη αντίληψη διακόσμησης, να κυριαρχεί η προσωπικότητα του ταβερνιάρη, να σερβίρονται λαϊκά φαγητά και να επικρατεί ένα περιβάλλον και μια ατμόσφαιρα από τον κόσμο της παλιάς ταβέρνας. Να μην αποτελεί δηλαδή το ταβερνείο απλώς έναν χώρο φαγητού, αλλά να λειτουργεί σαν ένα μέρος - τόπος συνδετικού ιστού μιας κοινωνίας. Κοινές ιδεολογίες, κοινός τρόπος διασκέδασης, κοινοί καημοί, άποψη για τη ζωή κατασταλαγμένη από βιωματική εμπειρία, άνθρωποι που έχουν πιο πολλά να τους ενώνουν παρά να τους χωρίζουν.

Αναφέρεται επίσης εκτενώς στα κοινά χαρακτηριστικά της αθηναϊκής ταβέρνας σήμερα, τα οποία διαμορφώνουν και καθορίζουν την ταυτότητά και την ιδιαιτερότητά της και τα οποία είναι: η τοποθεσία και οι γειτονιές όπου βρίσκεται, το κτήριο στο οποίο έχει εγκατασταθεί, ο τύπος, η εσωτερική διαρρύθμιση και η διακόσμησή της, η προσωπικότητα του ταβερνιάρη, το κρασί και το φαγητό, η διασκέδαση και η ιστορία της καθεμιάς. Στο Παράρτημα, τέλος, που κλείνει το βιβλίο, αναφέρεται στην ταβέρνα στον κινηματογράφο, ενώ αποδελτιώνει ιδιαίτερα κείμενα που έγραψαν άνθρωποι του πνεύματος, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι για την αθηναϊκή ταβέρνα.

Καταλήγοντας δε, σημειώνει πως με κανέναν τρόπο το θέμα της αθηναϊκής ταβέρνας δεν εξαντλείται στις σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλ' αυτό μπορεί να αποτελέσει μια καλή αρχή για μια ευρύτερη και πιο εξαντλητική στο μέλλον προσέγγιση.

Τι λέει ο Πίττας για την ταβέρνα

Είναι προφανές, λέει ο Γιώργος Πίττας, ότι στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα ο ρόλος της αθηναϊκής ταβέρνας ως τρόπου διασκέδασης μειώνεται με ρυθμούς απειλητικούς. Η λεγόμενη πολυπολιτισμικότητα στη γεύση έχει δημιουργήσει στον γευσιγνωστικό ορίζοντα μια κατάσταση όπου η διεθνής κουζίνα, από την Ασία, την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, έχει κατακλύσει τους χώρους εστίασης. Από την άλλη, υπάρχει στις μέρες μας ο καταμερισμός της διασκέδασης: θα φάμε σε κάθε είδους in βραβευμένα εστιατόρια, θα ακούσουμε μουσική των σούπερ σταρ στις μεγάλες αρένες, θα χορέψουμε σε κάποια must clubs ή στα μαζικά «ελληνάδικα».

Η κατάρρευση των ιδανικών της καταναλωτικής κοινωνίας, με σαφή στοχοπροσήλωση στην καριέρα, στον πλούτο, στην επίδειξη και στην ατομική κοινωνική εξέλιξη, χωρίς ίχνος κοινωνικού ενδιαφέροντος και συλλογικής δράσης, η συνειδητοποίηση ότι ο καταναλωτικός τρόπος ζωής δεν μπορεί να είναι το πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά και η οικονομική ύφεση, ίσως αποτελέσουν ένα καλό πλαίσιο για την επιστροφή στη γνήσια χαρά και στη φιλοσοφία της ταπεινής παλιάς ταβέρνας.

Ισως είναι ευκαιρία να επιστρέψουμε στις αξίες της διασκέδασης ενός κόσμου λιγότερο μίζερου, λιγότερο δήθεν, λιγότερο εγωκεντρικού και πολύ πιο γενναιόδωρου, πιο γλεντζέ, πιο πονετικού και πιο αγαπησιάρικου.

20 άλλοι τίτλοι στην ίδια κατηγορία: