εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ
10/5/2002
Ο Κομφούκιος και η φιλοσοφία του
Ηουσιαστική ανυπαρξία θρησκειολογικών σπουδών στην Ελλάδα οφείλεται σε αρκετούς, εν μέρει ανεξάρτητους μεταξύ τους, παράγοντες: ανάμεσά τους, όπως έχω πολλές φορές τονίσει, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ασφυκτική κατοχή τού εν λόγω πεδίου ερευνών από τις θεολογικές σχολές και την Εκκλησία. Ενας άλλος, εξίσου κρίσιμος, παράγοντας είναι το ότι δεν μπόρεσε να υπάρξει ανεξάρτητη παράδοση γλωσσικών σπουδών σε ξένους πολιτισμούς (ασιατικούς, αφρικανικούς κ.λπ.), η οποία θα έκανε δυνατή την παρουσία πρωτογενών κειμένων με έγκυρο φιλολογικό και ερμηνευτικό σχολιασμό -και καταλαβαίνει κανείς ότι ένα τέτοιο μεταφραστικό και ερμηνευτικό έργο είναι ήδη θρησκειολογική έρευνα με την πλήρη έννοια του όρου, συνιστά οιονεί πρωτότυπη συμβολή σε αυτού του είδους τις πολιτισμικές και ανθρωπολογικές σπουδές. Ενδεικτικό επ' αυτού είναι το ότι δεν υπάρχει καν ένα σύστημα τυποποιημένων φθογγικών μεταγραφών στα ελληνικά από γλώσσες όπως η εβραϊκή, η αραβική, η σανσκριτική, η κινεζική κ.ο.κ., πράγμα που δυσχεραίνει το έργο ακόμα και του μεταφραστή δευτερογενών επιστημονικών εργασιών. Ετσι, η κάλυψη του κενού επαφίεται στην αγάπη και την προσωπική αφιέρωση -στα περιθώρια ή και εις βάρος μερικές φορές των άλλων τους κοινωνικών υποχρεώσεων ή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους - μεμονωμένων ατόμων που από καιρού εις καιρόν έρχονται να παρουσιάσουν μια ευχάριστη εξαίρεση στον κανόνα.
Δεν είναι πολύς ο καιρός που από αυτές εδώ τις σελίδες παρουσίασα τη σημαντική εργασία του Γιάννη Μανέττα στις Ουπανισάδες («Ενα μνημείο του ινδικού στοχασμού», Βιβλιοθήκη, 11-2-2000), πραγματικό δώρο σε όσους ασχολούνται με τις ινδικές μελέτες. Σήμερα, είμαστε όλοι στην ευχάριστη θέση να υποδεχθούμε και να χαιρετίσουμε, με τον τρόπο που αρμόζει στο μέγεθος και τη συνέπεια του εγχειρήματος, την πρώτη ελληνική μεταγραφή των Αναλέκτων του Κομφούκιου, σε δίτομη εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση της «Ινδίκτου», από τον Σωτήρη Χαλικιά.
Το σύντομο αυτό βιβλίο, στην πραγματικότητα ένα συμπίλημα ηθικών αφορισμών και αποφθεγμάτων, με ελάχιστα ίχνη πραγματικών συζητήσεων, άσκησε μιαν απίστευτα διαμορφωτική επίδραση στην όλη εξέλιξη του σινικού πολιτισμού κι έχει επίσης μια μικρή ιστορία στη Δύση. Ο μεγάλος δάσκαλος Κονγκ Φου Τσιου ή Τσογκ Νι (Confucius ήταν το εκλατινισμένο όνομα που του έδωσαν οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι, οι οποίοι πρώτοι μετάφεραν τη διδασκαλία του στη Δύση) υπήρξε στην πραγματικότητα ένας άεργος λόγιος, του είδους που ήταν μάλλον συνηθισμένο τα χρόνια της παρακμής τής δυναστείας των Τσόου και λίγο πριν από την εποχή των Μαχόμενων Βασιλείων, όπου τοποθετείται ιστορικά η ζωή του (551-479 π.Χ., σύμφωνα με την επικρατούσα εκτίμηση). Πέρασε τον περισσότερο καιρό περιπλανώμενος, παρ' ότι κατά διαστήματα ανέλαβε πρόσκαιρα διοικητικά αξιώματα για λογαριασμό διαφόρων κυβερνητών. Δεν φαίνεται να έγραψε ο ίδιος τίποτε και τα κείμενα που υπάρχουν στη συλλογή με τον τίτλο Lun Yu (Ανάλεκτα είναι ο όρος με τον οποίον το μετέφρασαν οι Αγγλοσάξονες, ενώ στη Γαλλία επικράτησε να αποδίδεται με το μάλλον ανακριβή όρο «φιλοσοφικές συνομιλίες») προφανώς γράφτηκαν από μαθητές του που είχαν ακόμη ζωντανή τη μνήμη της προφορικής διδασκαλίας του. Η διαδικασία τής καταγραφής συνεχίστηκε επί αρκετές γενιές, μέχρις ότου το έργο πάρει τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα. Από τα είκοσι σύντομα βιβλία που περιέχει η συλλογή, για τα τελευταία πέντε έχει υποστηριχθεί ότι δεν γράφτηκαν καν από οπαδούς της σχολής του: η αλήθεια είναι ότι παρουσιάζουν εμφανέστατη απόκλιση τόσο στο επίπεδο της μορφής και της ρητορικής όσο και στο επίπεδο του περιεχομένου, όπου, θα έλεγε κανείς, κάνουν την εμφάνισή τους κάποιες χαρακτηριστικά ταοϊστικές αντιλήψεις. Καθόλου δεν αποκλείεται βεβαίως, όπως και από άλλες μαρτυρίες μπορούμε να εικάσουμε, ότι τους αιώνες της πολιτικής κρίσης και της απεριόριστης διασποράς των ιδεών που ακολούθησαν το θάνατο του Κομφούκιου, τέτοιες αντιλήψεις βρίσκονταν σε γόνιμη όσμωση με κάποιες κομφουκιανές γραμμές διδασκαλίας -όσμωση που ωστόσο επρόκειτο ν' ανακόψει οριστικά η υιοθέτηση μιας κομφουκιανής «ορθοδοξίας» από τη δυναστεία των Χαν και μετά. Ενα ερώτημα που ήδη υπονοείται εδώ, βέβαια, είναι πόση σχέση έχει αυτός ο όψιμος, θεσμικός Κομφουκιανισμός με την αρχική διδασκαλία του περιπλανώμενου σοφού.
Η πρώτη δυτική μετάφραση των Αναλέκτων έγινε στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα από τον Ιταλό Ιησουίτη Matteo Ricci, στα λατινικά. Μια άλλη μετάφραση, ενός Πορτογάλου κι ενός Ιταλού μοναχού, δημοσιεύτηκε το 1687 στο Παρίσι, ενώ η ίδια αυτή έκδοση, που περιελάμβανε επίσης το Μέγιστο Μάθημα και το Σταθερό Μέσο, παρουσιάστηκε με περικοπές, το 1688 στα γαλλικά και το 1691 στα αγγλικά. Στους επόμενους δύο αιώνες εμφανίζονται αρκετές μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά, λατινικά και στα ρωσικά, μεταξύ των οποίων κι εκείνη του Σκώτου ιεραπόστολου James Legge (1815-1897), που έγινε το πρότυπο όλων των δυτικών λόγιων εκδόσεων του Lun Yu. Μεταξύ όλων αυτών, πρέπει να θυμόμαστε, περιλαμβάνεται και μία μετάφραση του Ezra Pound (1951). Εν πάση περιπτώσει, το κείμενο έμελλε να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο στις μεγάλες ευρωπαϊκές συζητήσεις του δεκάτου ογδόου αιώνα: οι Διαφωτιστές το οικειοποιήθηκαν ως όπλο στη διαμάχη τους με την Εκκλησία, αντλώντας από τις σελίδες του το κύριο αντεπιχείρημα στον ισχυρισμό των Καθολικών ότι δεν μπορεί να υπάρξει Ηθική χωρίς Θεό και χωρίς πίστη στην αθανασία της ψυχής. Ο Κομφούκιος αναδείχθηκε στο πρότυπο του πεφωτισμένου με ένα κοσμικό φως σοφού, που μια ολόκληρη παράδοση θα ταύτιζε όλο και χαρακτηριστικότερα με τον Σωκράτη.
Το ότι η φύση της κινεζικής γλώσσας επιτρέπει ένα ασυνήθιστο εύρος ερμηνειών είναι γνωστό, δεν φανταζόμαστε όμως το μέγεθος του προβλήματος, εάν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι πρόκειται για μια γραφή στηριγμένη σε ιδεογράμματα που έλκουν γύρω τους ένα συνεχές σημασιών, από το πιο αφηρημένο έως το πιο συγκεκριμένο και δεν αντιστοιχούν κατά τίποτα στις έννοιες με τις οποίες είναι εξοικειωμένη η δυτική σκέψη: δεν υπάρχουν καν τα χαρακτηριστικά της ινδοευρωπαϊκής γραμματικής -εγκλίσεις, χρόνοι, φωνές, ένδειξη του πληθυντικού- ούτε μέρη του λόγου και μόνο το συμφραζόμενο μας επιτρέπει να εκλάβουμε ένα ορισμένο ιδεόγραμμα ως ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα ή επίρρημα. Στην πραγματικότητα, η ανάγνωση του Lun Yu μετά την παρέλευση λίγων αιώνων ήταν αδύνατη χωρίς τη στήριξη σε ένα παράλληλο σώμα σχολίων, που το συνόδευαν από το ξεκίνημά του, και αν αυτό ίσχυε ήδη στην Κίνα της περιόδου των Χαν, καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει για τη μεταγραφή του σε οποιαδήποτε δυτική γλώσσα. Αρχίζουμε έτσι να παίρνουμε κάποια ιδέα, πέρα όλων των άλλων, και του τι χρωστάμε στο μεταφραστή μιας έκδοσης όπως αυτή που έχουμε μπροστά μας.
Ο Σωτήρης Χαλικιάς αναμετρήθηκε με ένα τιτάνιο έργο και αυτό είναι εμφανές σε κάθε γραμμή της εργασίας του. Αφιερωμένος επί τουλάχιστον μία δεκαπενταετία στην εξιχνίαση του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά και γενικότερα στις σινικές σπουδές, ουσιαστικά ξανάγραψε την κομφουκιανή σκέψη στα ελληνικά, χωρίς ταυτόχρονα να συγκαλύπτει τις αβέβαιες στιγμές του εγχειρήματός του, τις αμφισημίες και τα τεχνικά προβλήματα που συνήθως ο ερευνητής κρύβει μετά την αποπεράτωση του έργου του. Ολόκληρος ο δεύτερος τόμος της παρούσας έκδοσης, που απαρτίζεται από σχόλια τα οποία συνοδεύουν κατά πόδας τα μεμονωμένα βιβλία του έργου και μια κατατοπιστική βιβλιογραφία στα αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά, μαρτυρεί περί αυτού. Στον πρώτο τόμο, που περιέχει το ίδιο το κομφουκιανό κείμενο, έχει προτάξει μια ιστορική επισκόπηση της περιόδου στην οποία έζησε ο Κομφούκιος, μια βιογραφία του σοφού με βάση τις υπάρχουσες αποσπασματικές πηγές, μια ιστορία της κομφουκιανής σχολής και της πρόσληψης των ιδεών της στην Κίνα, ένα σημείωμα για τις επιδράσεις της στη Δύση, την ιστορία του ίδιου του κειμένου και των μεταφράσεών του, καθώς και κάποιες παρατηρήσεις για τη φύση της κινεζικής γλώσσας. Εκείνο όμως που συνιστά την ουσιωδέστερη συμβολή του στην έκδοση, είναι μια εκτενής παρουσίαση των θεμελιωδών εννοιών της διδασκαλίας του Κομφούκιου μέσ' από τη νοηματική ανάλυση των αντίστοιχων ιδεογραμμάτων, χωρίς την οποία καταλαβαίνει κανείς ότι είναι αδύνατο να προσληφθεί αυτή η σκέψη και η οποία μπορεί να θεωρηθεί υποδειγματική, θέτοντας ένα υψηλό κριτήριο για κάθε παρόμοιο μελλοντικό εγχείρημα.