> ΔΟΚΙΜΙΑ>ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ

Aπό τι απειλείται η ζωή του πνεύματος στους καιρούς ενός σφαιρικού καπιταλισμού, σε μια εποχή όπου η Oικονομία, η Tεχνική και το άγχος της απόλαυσης γίνονται κέντρο της ύπαρξης; Kαι με ποιο τρόπο αναγγέλλονται σε εμάς οι απειλές; Mε αυτό το δίπτυχο ερώτημα ξεκινούν και ξετυλίγονται σκέψεις, σχόλια και κρίσεις που μετέχουν με τη σειρά τους σε μια διπλή αγωνία, ηθική και πολιτική. Aν η πνευματικότητα αποκαλύπτει εκείνη την ανθρώπινη διάσταση που αντιστέκεται στο τυφλό γίγνεσθαι των πραγμάτων και στην αδιακρισία των παιχνιδιών της ισχύος, είναι προφανές πως η όποια απάντηση στο ερώτημα αφορά πρωτίστως την πρακτική μας ελευθερία. H κρίση του πνεύματος δεν περιορίζεται έτσι στις διανοητικές και αισθητικές παραχαράξεις, στις ανησυχητικές παλινδρομήσεις αυτού που λέγονταν κάποτε πνευματική ζωή, αλλά περιλαμβάνει όλες τις κακές χρήσεις της δύναμης. Aπό τον Nίτσε, τον Bαλερύ και τον Πεγκύ μέχρι τον Πάτοτσκα και τον Xάιντεγγερ αυτές οι κακές χρήσεις της δύναμης συνδέθηκαν με την μετάβαση της Δύσης σε έναν πλανητικό πολιτισμό που συνενώνει την καθημερινότητα και το όργιο, την μετριοπάθεια και την ακρότητα, την κόπωση και την «άγρια ελευθερία». H πνευματικότητα μετατρέπεται εδώ σε αφηρημένη ενέργεια που ξοδεύεται αφειδώς καταναλώνοντας τα έργα των ανθρώπων, τις κριτικές τους ικανότητες, τις δημόσιες και ιστορικές τους εμπειρίες. Γι’ αυτό το λόγο και η διάσωση ενός ορίζοντα πνευματικότητας ξεπερνά τις δυνατότητες και τις διαθέσεις των «ανθρώπων της κουλτούρας». Προβάλλει πλέον ως υπόθεση μιας συνολικής οικολογικής αναμόρφωσης που μπορεί να αποκαταστήσει μια σχέση με τη διάρκεια. Eίναι μάλιστα αυτή η σχέση με τη διάρκεια που απαιτεί σήμερα τολμηρές ερμηνείες των φαινομένων της κρίσης του πνεύματος. Γίνεται πάλι επείγουσα μια ριζική δημόσια κριτική χωρίς την οποία η διάγνωση των παθολογιών στην κουλτούρα εξυπηρετεί απλώς την λατρεία των εικόνων μιας χαμένης πνευματικότητας. Σε καμιά περίπτωση ωστόσο η μέριμνα για την πνευματικότητα δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για την απαξίωση των άλλων διαστάσεων της ύπαρξης στον κόσμο. Σε καμιά περίπτωση η αυστηρή κριτική στο «κακό καινούργιο» δεν πρέπει να σημάνει παραίτηση από το νεωτερικό αίνιγμα της ελευθερίας χάριν της βεβαιότητας που προσφέρουν οι ιεραρχίες. Yπό τον όρο, βεβαίως, η ελευθερία να προσεγγίζεται πάντοτε ως αίνιγμα, ως μυστήριο ικανό να εμπνέει διαφορετικές ερμηνείες και όχι ως κιβωτός της ασημαντότητας και της ευκολίας.

14,00 €

Αγορά

  • Σελίδες: 160
  • Σχήμα: 23x17
  • ISBN: 978-960-518-327-1

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
19/9/2008


Η βαθιά πολιτική και ανθρωπολογική κρίση που πλήττει τις κοινωνίες της αναπτυγμένης Δύσης δεν αφήνει ανέγγιχτη την πνευματικότητα, το σύμπαν δηλαδή των ιδεών, των αξιών, του κοινωνικού νοήματος και των συμβολικών αγαθών. Η νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση των θεμελίων του κοινωνικού δεσμού απειλεί ευθέως την ηθικοπολιτική αυτονομία και την αξιοπρέπεια των υποκειμένων. Εκκινώντας από αυτή τη διάγνωση, ο Νικόλας Σεβαστάκης υπογραμμίζει την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής «πολιτικής του πνεύματος», μιας ανανεωμένης πολιτισμικής κριτικής ικανής να αντιταχθεί στην «αποπνευμάτωση» του κόσμου, που προωθεί ο ύστερος φιλελεύθερος καπιταλισμός. Η παραδοσιακή προβληματική για την πνευματικότητα εμπνεόταν από έναν πνευματοκρατικό ανθρωπισμό, ο οποίος αντιδρούσε στην απογύμνωση του κόσμου από κάθε υπερβατικότητα. Υπερασπιζόταν έτσι την αυτονομία του πνεύματος ενάντια στις αξιώσεις για πρακτική αποτελεσματικότητα και για την επιβολή του ποσοτικού και του μετρήσιμου (Βαλερί) ή ενάντια στην «εκπόρνευση του κόσμου», που προάγει ο άτεγκτος εκχρηματισμός όλων των υλικών και πνευματικών σχέσεων (Πεγκί). Ο Σεβαστάκης επισημαίνει τις αριστοκρατικές καταβολές και τονίζει τα όρια και την ανεπάρκεια αυτής της προβληματικής. Αναζητάει παράλληλα μια πιο ριζοσπαστική και πιο επίκαιρη εκδοχή κριτικού λόγου, που θα διαφέρει τόσο από την παραδοσιακή αντιμοντέρνα κριτική όσο και από τον σύγχρονο νεοκλασικισμό και θα ανταποκρίνεται καλύτερα στην οντολογία της σύγχρονης εποχής. Αυτό που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό είναι μια «μεταφυσική της ισχύος» (Πάτοτσκα), που περιφρονεί την υπερβατικότητα και παραβιάζει όλα τα οικολογικά και ανθρωπολογικά όρια. Η ασυγκράτητη εκσυγχρονιστική ορμή του κεφαλαίου ρευστοποιεί κάθε ορίζοντα νοήματος και κάθε συμβολικό πλαίσιο και προσκαλεί τα υποκείμενα να απελευθερώσουν όλο το δυναμικό τους, να απαλλαγούν από ηθικούς ενδοιασμούς και να γίνουν πλήρως αναλώσιμα σε έναν καθολικό επιχειρησιακό χειρισμό. Ο σύγχρονος πολιτισμός αποσυνδέει τον ρου των πραγμάτων από κάθε έννοια σκοπού, υλοποιώντας έτσι τη νιτσεϊκή προφητεία για την αθωότητα του γίγνεσθαι. Σε αυτές τις συνθήκες, μια πολιτική του πνεύματος, που ενδιαφέρεται για τη διάσωση της πνευματικότητας και της ελευθερίας των υποκειμένων, οφείλει να συνδέει την πολιτισμική κριτική με έναν ριζοσπαστικό κοινωνικοπολιτικό στοχασμό, που θέτει ταυτόχρονα και τα ζητήματα της εργασίας, του τρόπου παραγωγής και της πολιτικής χειραφέτησης του λαού. Οφείλει, με άλλα λόγια, να αποβλέπει σε μια συνολική ριζική αναμόρφωση της σχέσης μεταξύ του πνεύματος και των άλλων επιπέδων της κοινωνικής εμπειρίας.

 

εφ. ΑΥΓΗ του ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
5/4/2009

Το σοκ ως αναστολή της κρίσης. Σκέψεις πάνω σε ένα επιχείρημα

Θυμάται κανείς τον καλλιτέχνη της «ιστορικής» πρωτοπορίας που φοβόταν μήπως η τέχνη του αποδειχτεί τελικά «ακίνδυνη»; Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί σε μία σειρά σύγχρονων εικαστικών έργων στα οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ο Νικόλας Σεβαστάκης στο ανά χείρας βιβλίο. Μόνο που για τον συγγραφέα το είδος αυτό της τέχνης που ευδοκιμεί τα τελευταία χρόνια κάθε άλλο παρά «ακίνδυνο» είναι. Αντιθέτως, αντανακλά ως σύμπτωμα την προβληματική και την παθογένεια ενός ολόκληρου κύκλου πραγμάτων που φαντάζουν κυρίαρχα.

Το σύγχρονο συγκείμενο «αφαίρεσης του μυστικισμού», αποπνευμάτωσης και κυνισμού, της «ανάλωσης του Είναι στον επιχειρησιακό χειρισμό που εμφανίζεται ως παντελής έλλειψη ενδοιασμών και πειραματισμός με κάθε λογής 'κακή υπέρβαση'» (σ. 11), βρίσκει κατά τον συγγραφέα έναν εκλεκτό συνομιλητή, σε ένα κομμάτι καλλιτεχνικών δρώντων που αναλώνεται στην «αισθητικοποίηση της ωμότητας» και της σκληρότητας και αρέσκεται στην πρόκληση του «σοκ 'ως προσωρινή αναστολή της κρίσης'» (σ. 102).

Δεν θα ήταν εύκολο να αντικρούσει κανείς ένα τέτοιο επιχείρημα, εφόσον η εμπειρία που αποκομίζει από την επίσκεψή του στις μεγάλες διοργανώσεις και τα μουσεία της σύγχρονης τέχνης δεν αποδεικνύει κάτι διαφορετικό. Μολαταύτα, μια τέτοια διαπίστωση θα μπορούσε να αναγνωστεί μέσα από ένα ευρύτερο σύνολο προϋποθέσεων, ικανές να τοποθετήσουν ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά και, εν τέλει, αισθητικά τις παραπάνω δράσεις. Διερωτάται λοιπόν κανείς, για τα υποκείμενα που μετέχουν μιας τέτοιας καλλιτεχνικής διάδρασης˙ για το τι και το ποιος είναι αυτός που σοκάρει και, ακόμα περισσότερο, για το ποιος είναι αυτός που σοκάρεται.

Η πρόκληση του σκανδάλου εκ μέρους των καλλιτεχνών δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Θα έλεγε κανείς πως ιστορικά ανάγεται στο πρόταγμα της αυτονομίας μιας «τέχνης για την τέχνη» του γαλλικού 19ου αιώνα. Στάση που αμφισβητήθηκε έντονα, κυρίως από μεγάλο μέρος πολιτικά στρατευμένων καλλιτεχνών, που ήθελαν την πρακτική τους, ενταγμένη στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, να εκφράζει και να μετουσιώνει ποιητικά την απτή πραγματικότητα της κοινότητας εκείνης, της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέλος και στις λειτουργίες της οποίας μετέχει ενεργά. Μετεωριζόμενη ανάμεσα στην κοινωνική εγκόλπωση και μια διάθεση αποστασιοποίησής και αναχωρητισμού, η καλλιτεχνική πρακτική αναδεικνύει έκτοτε όλες εκείνες τις αντιφάσεις, αντινομίες και τα παράδοξα που ενοικούν στο σύγχρονο τρόπο πρόσληψής της. Ενώ, λοιπόν, ο καλλιτέχνης διαχειρίζεται ποιητικά το οικείο του περιβάλλον, επιζητεί την συμπερίληψη των έργων του στην κοινότητα των μεγάλων δημιουργημάτων. Από την άλλη, απολαμβάνοντας την ουδέτερη στάση του παρατηρητή που ο ίδιος επέλεξε για τον εαυτό του, επιδιώκει να επανακτήσει τους δεσμούς του με την κοινωνία, οικειοποιούμενος στοιχεία, αντικείμενα και εικόνες που αποτελούν μέσο επανάδρασης ενός φαντασιακού, εν τέλει, διαλόγου. Εδώ, τα αποσπασματικά αυτά στοιχεία, προϊόντα ενός κόσμου θρυμματισμένου και αδύνατον να ανασυσταθεί ως ολότητα, αναπαράγουν την αμηχανία της επικοινωνίας και ως εκ τούτου καθίστανται εξαμβλωματικά.

Ο ιστορικός της τέχνης Boris Groys επισήμανε μια νέα συνθήκη που διέπει την καλλιτεχνική δραστηριότητα, η οποία πλέον δεν μπορεί να αποφύγει το καθεστώς «ισονομίας (Gleichberechtigung) των εικόνων». Στο βομβαρδισμένο από παντός είδους και χωρίς ειδικό βάρος οπτικά ερεθίσματα τοπίο, ο εκάστοτε διαχειριστής της εικόνας έχει απολέσει τη δυνατότητα «να σπάει ταμπού, να σοκάρει ή να διευρύνει όρια και δεν μπορεί να έχει την απαίτηση να αποκαλύψει την μέχρι τώρα κρυμμένη αλήθεια» (βλ. B.Groys, “Die Logik der Gleichberechtigung», στο Die Kunst des Denkens, Philo Fine Arts 2008). Τα παραπάνω, λοιπόν, στοιχεία που χρησιμοποιεί, επιχειρώντας την επανεκκίνηση του διαλόγου με την κοινωνία, είναι αναγκασμένα να διαπραγματευτούν την υπόστασή τους σε ένα σύμπαν που δεν τους αποδίδει πλέον κάποιον εμβληματικό χαρακτήρα. Επισημαίνοντας το ήδη γνωστό, αυτό με το οποίο ο αποδέκτης τους είναι ήδη εξοικειωμένος, δεν σοκάρουν κανένα.

Συνοψίζοντας, ας υποστηρίξουμε πως ο τελικά «αμήχανος» και μετεωριζόμενος κοινωνικά δημιουργός, αδυνατεί να σοκάρει με τις αναπαραστάσεις του τον θεατή που, ούτως ή άλλως, δεν σοκάρεται ή είναι εξοικειωμένος με το σοκ. Η «αναστολή της κρίσης» έχει ήδη καταστεί πραγματικότητα, χωρίς τη συνδρομή του -αυτόνομου ή όχι- καλλιτεχνικού «πεδίου». Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως τα εποπτικά εργαλεία που διαθέτουμε, καθώς και το αξιακό σύστημα που λανθάνει στις έννοιες που μεταχειριζόμαστε (μεταξύ άλλων της «κριτικής»), αποτελούν σε μεγάλο βαθμό κληροδότημα της νεωτερικότητας. Εντούτοις, ο μαζικός τρόπος δεξίωσης των σύγχρονων έργων τα καθιστά μέρος του «θεάματος», ενώ τα αντιδραστικά αντανακλαστικά που όλο και συχνότερα αυτά ξεσηκώνουν, αναδεικνύουν μια μεταφυσικού -αν όχι παραφυσικού- τύπου προβληματική, που θα μπορούσε να καταταχθεί σε μια προ-κριτική, ή και προνεωτερική συνθήκη˙ μία συνθήκη διάχυσης των, κατεκτημένων από το μοντερνισμό, ορίων ανάμεσα στο κοινωνικό και το αισθητικό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν είναι παράδοξο το να συμφωνεί και ταυτόχρονα να αντιδρά κανείς στη ρήση του Karlheinz Stockhausen, πως οι τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη αποτέλεσαν το μεγαλύτερο έργο τέχνης. Με τον ίδιο παράδοξο τρόπο, δεν μπορεί κανείς παρά να υιοθετήσει ένα τέτοιο αξίωμα, σαν αυτό του Νικόλα Σεβαστάκη, καθώς και να συνδράμει στην αναψηλάφηση των σημείων εκείνων που θα ανανέωναν τον κριτικό λόγο προς την κατεύθυνση μιας ανανεωμένης σχέσης του πνεύματος με το κοινωνικό.

30 άλλοι τίτλοι στην ίδια κατηγορία: