εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ
27/12/2002
Ενα υπόδειγμα πνευματικής συνομιλίας
Αλλά και ένα θαυμάσιο πλάγιο αυτοπορτρέτο του Τόμας Μαν
«.. Δεν είναι εύκολο να σταματήσει κανείς όταν αρχίσει να μιλά για το ιδιαίτερο μεγαλείο του Σίλερ - ένα μεγαλείο γενναιόδωρο, υψιπετές, φλεγόμενο, εντατικό, ένα μεγαλείο που δεν φανερώνεται ούτε και στου ίδιου του Γκαίτε τη σοφότερη φυσική μεγαλοπρέπεια, μεθυσμένο από απειροσύνη και συνάμα παιδαγωγώντας τον άνθρωπο πολιτισμικά...» Φράση από το κείμενο
Η «παιδαγωγική» αξία, εκτός των άλλων, που επισημαίνει ο σπουδαίος και με πολύ καλή υποδοχή στα καθ' ημάς Τόμας Μαν (1875-1955) ότι υπάρχει στο έργο τού, επίσης, μεγάλου συγγραφέα της κλασικής ευρωπαϊκής και όχι μόνο παράδοσης Φρίντριχ Σίλερ (1795-1805), είναι, νομίζω, το βασικότερο κριτήριο κάθε προσέγγισης σε φαινόμενα όπως αυτό του δημιουργού των «Ληστών» και τόσων άλλων κειμηλίων της δραματουργίας και του στίχου.
Αυτός είναι ένας καλός λόγος, κατά τη γνώνη μου, για να εγκύπτουμε σε σκέψεις όπως του Μαν και του Σίλερ, οι οποίες μαζί με πολλές άλλες κατακτήσεις τους είχαν συλλάβει στο νεότερο κόσμο ένα είδος κοσμοπολιτισμού της αισθητικής, την ιδέα ενός γενικευμένου τρόπου πνευματικής επικοινωνίας πέραν των στενών εθνικών ορίων, στο πλαίσιο μιας καλώς εννοούμενης πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης. Τη συγκεκριμένη οπτική, βέβαια, του εμβληματικού προγόνου του, επισημαίνει πολύ φυσικά ο Μαν, ο οποίος αφού πέρασε πρώτα από το ανώριμο στάδιο μιας στενής εκδοχής του «γερμανισμού», μιας αντίληψης ομφαλοσκοπικής, στα μεστά του χρόνια και μετά τις περιπέτειές του με το Ναζισμό δεν ήταν δυνατόν να μην επικροτεί. Ο Μαν διήνυσε μεγάλη απόσταση από τις πρώιμες εθνικιστικές του αντιλήψεις μέχρι το διεθνισμό της ωριμότητάς του. Οι αρχικές του πεποιθήσεις τον οδήγησαν ακόμα και στην υπεράσπιση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (δείτε επ' αυτού και τους «Στοχασμούς ενός απολιτικού», πάλι από την «Ινδικτο»), ενώ οι μεταγενέστερες τον ώθησαν να υπογραμμίσει με θαυμασμό τα λόγια του Σίλερ, ότι δηλαδή: «Είναι ένα φτωχό και ασήμαντο ιδανικό να γράψει κανείς μόνο για ένα έθνος, για έναν φιλόσοφο νου ένας τέτοιος περιορισμός είναι ολωσδιόλου ανυπόφορος...».
Ο Τόμας Μαν στα 1955, λίγους μήνες πριν από τη δική του αποδημία, όταν συμπληρώνονταν 150 χρόνια από το θάνατο του Σίλερ, θεώρησε χρέος του να γράψει ένα «επιμνημόσυνο» δοκίμιο για τον τελευταίο, αποτίοντας φόρο τιμής στον ποιητή που τον ενέπνευσε στα πρώτα συγγραφικά του βήματα και το πνευματικό του ανάστημα τον γοήτευε πάντα. Πιο συγκεκριμένα: ήταν μια ευκαιρία να υποκλιθεί επίσημα και με το σεβασμό μιας ολόκληρης ζωής σε μια ευφυΐα, η οποία μαζί με άλλες τον σφράγισε όχι τόσο όσον αφορά το στιλ της γραφής αλλά στο επίπεδο των ιδεών, των ηθικών αξιών. Για πρώτη φορά, ας μην ξεχνάμε, είχε υποβάλει τα δέοντα στον Σίλερ στη νουβέλα του «Τόνιο Κρέγκερ» (1903), όπου ο νεαρός ακόμα συγγραφέας της φλεγόταν από ανατρεπτικές διαθέσεις απέναντι στις κομφορμιστικές ιδέες της εποχής, αισθητικές και κοινωνικές. Εκεί, λοιπόν, υπάρχουν σαφείς αναφορές σε ένα άλλο έργο αμφισβήτησης των αξιών παλαιότερης συγκυρίας, στο σιλερικό «Ντον Κάρλος», που γράφτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Με το «Δοκίμιο...», λοιπόν, ο Μαν άνοιγε διάλογο με μια γερμανική φυσιογνωμία του γερμανικού παρελθόντος όπως είχε κάνει άλλοτε π.χ. με ένα άλλο είδωλό του, τον Βάγκνερ, στο γνωστό κείμενό του για το συνθέτη του «Τριστάνος και Ιζόλδη».
Το έργο του Σίλερ, που έθελξε τον Μαν, γενικότερα υιοθετούσε ένα παιχνίδι με την πραγματικότητα, είχε μια παιδικότητα πολύ γοητευτική για το συγγραφέα του «Θάνατου στη Βενετία». Μέσα σ' αυτή την αφοπλιστική, σιλερική διάθεση για το ποιητικώς οράν, ούτως ειπείν με την αφέλεια, την οποία και ο Ντοστογιέφσκι (μια άλλη αγάπη του Μαν) αποδέχεται ως ρίζα ζωής και δημιουργίας, ο τελευταίος είδε τον εαυτό του. Ιδού τι γράφει με θαυμασμό για την οπτική του Σίλερ στο «Δοκίμιό» του: «Και σ' αυτή τη σχεδόν υπέρμετρη, προς τη φύση ξένη, αρρενωπότητα που έχει ορκιστεί στη θέληση, την ελευθερία και τη συνειδητότητα, κρύβεται ένας δημιουργός παιδί, που στον κόσμο όλον δεν ξέρει τίποτε υψηλότερο από το παιχνίδι, που λέει πως ανάμεσα σ' όλα τα πλάσματα μόνον ο άνθρωπος μπορεί να παίζει και πως άνθρωπος ολοκληρωμένος είναι κανείς μόνον όταν παίζει...». Θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί τον Ουγγρο φιλόσοφο Χουιζίνκα και τις απόψεις του για το παιχνίδι (το σχετικό έργο του για τη θεμελιώδη σχέση ζωής και παιγνίου έχει μεταφραστεί, εδώ και αρκετά χρόνια, θαυμάσια στα καθ' ημάς από τον Στέφανο Ροζάνη).
Αν και μια άλλη ακρογωνιαία μορφή της γερμανικής και παγκόσμιας σκέψης, ο Γκαίτε, λειτουργούσε ως, ομολογημένο ή όχι, πρότυπο στην καλλιτεχνική συνείδηση των Γερμανών επιγενομένων δημιουργών, ο Μαν δεν έπαυε να δηλώνει την ιδιαίτερη εκτίμηση στο φίλο και θαυμαστή του μεγάλου ρομαντικού, τον Σίλερ. Διότι κυρίως, όπως είπα, η νεανική ορμητικότητα και το πάθος των έργων του τελευταίου τον συνάρπαζαν. Απέναντι στον εμπνευστή του «Φάουστ» είχε το ιερό δέος που ένιωθε κάθε Γερμανός καλλιτέχνης των αρχών του περασμένου αιώνα, αλλά ο Μαν βρίσκοντας περισσότερο κοντά στα γούστα του τον Σίλερ, στο «Δοκίμιο...» με αφορμή την περίπλοκη σχέση των δύο ανδρών (πνευματικά ερωτική), χρησιμοποιεί το «αντηχείο» του Γκαίτε για να μιλήσει για το ίνδαλμά του. Τον ενδιαφέρει η γνώμη και η στάση του πρώτου για το νεαρότερό του ομότεχνο, απέναντι στον οποίο έτρεφε εκτίμηση κυρίως για το ποιητικό του έργο. Επίσης τον εκτιμούσε γιατί ο Σίλερ με τις παροτρύνσεις του σχεδόν παρέσυρε τον Γκαίτε να επαναστραφεί στην ποίηση σε μεγάλη ηλικία. Ο τελευταίος, αν και ήταν πιο μετρημένος στους επαίνους του προς τον Σίλερ απ' ό,τι ο τελευταίος προς αυτόν, όταν ο φίλος του πέθανε έγραψε θαυμαστικά εκείνο το «Πίσω του άφηνε μια λάμψη που ήταν αιθέρια ουσία/Αυτό που μας δαμάζει όλους, την κοινοτοπία». Και ο Μαν εξηγεί ότι με την λέξη «κοινοτοπία» ο Γκαίτε δεν εννοούσε μόνον αυτό που δεχόμαστε ως συνηθισμένο ή και ευτελές, αλλά έλεγε ότι είναι «το ίδιο το φυσικό στοιχείο (das Naturliche) ιδωμένο από την οπτική γωνία του πνεύματος και της ελευθερίας», ότι «είναι δέσμευση και ευπείθεια, όχι θέληση και ηθική χειραφέτηση». Η διατύπωση του Μαν: «Είναι το αφελές και είναι περισσότερο αφελές όταν αναλογισθεί κανείς την προειδοποίηση του Γκαίτε, όσον αφορά την ηρωική ζωή του Σίλερ, για υπερβολική κατάχρηση της κατηγορικής προσταγής»· εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν καντιανό όρο που σημαίνει το «ηθικό χρέος».
Ο Μαν, συνεχίζοντας για τη στάση του Γκαίτε απέναντι στην πνευματική«αποκοτιά» του Σίλερ, γράφει σαν να μιλάει για τη μοίρα κάθε αληθινού καλλιτέχνη, ελέγχοντας τρόπον τινά τον «πάπα» για τον ορθολογισμό του, όταν αυτός επαινεί... κατηγορώντας τον Σίλερ πως «τον κατάφαγε το πνεύμα, πως η ιδέα της ελευθερίας τον εξόντωσε κυριολεκτικά, κι αυτό γιατί είχε απαιτήσεις από τη φύση του οργανισμού του που ήταν καταστρεπτικές για τις δυνάμεις που διέθετε». Ωστόσο, αμέσως παρακάτω, δικαιολογώντας κάπως τον Γκαίτε, λέει ότι η πικρία εκείνου «για την έλλειψη σοφίας που πρόδιδε η ηθική, εξαιρετικά ηθική στάση του Σίλερ, εξισορροπείται από την ανταιική φύση του Γκαίτε και την πίστη του στον κόσμο των φαινομένων, ενώ δεν κρύβει έναν όλο έκπληξη θαυμασμό όταν, ανακαλώντας τον, έλεγε: «Τίποτε δεν τον ενοχλούσε, τίποτε δεν περιόριζε, τίποτε δεν εμπόδιζε το φτερούγισμα της σκέψης του. Πίνοντας τσάι ήταν τόσο μεγάλος όσο και στο υπουργικό συμβούλιο...».
Το «Δοκίμιο...» είναι υπόδειγμα πνευματικής σύνοψης της προσφοράς ενός καλλιτεχνικού έργου. Επιπλέον, ένα θαυμάσια πλάγιο -ακούσιο και όχι ιδιοτελές- αυτοπορτρέτο, διότι αντιλαμβάνεται κανείς τον Μαν να ατενίζει τις δικές του ιδέες μέσα στις σιλερικές. Τελικά, νομίζω ότι τα καλύτερα δοκίμια γράφτηκαν από συγγραφείς για ομοτέχνους τους... Ποιος μπορεί να ξεχάσει π.χ. το κείμενο του Μποντλέρ για τον Πόε, του Χένρι Μίλερ για τον Ρεμπό;
Πιστεύω ότι στη σημερινή μας ένδεια έχουμε ανάγκη την πνευματικότητα των παλαιών εκείνων Ευρωπαίων δημιουργών, οι οποίοι με το μέγεθός τους (όσο και αν κάποια επιμέρους στοιχεία της γραφής τους μοιάζουν παρωχημένα) σε αφήνουν ενεό. Ο Μαν, ας πούμε, είναι ακόμα αστάθμητος, ώς και στη χώρα του. Είναι εύκολο να προσπελασθεί ακόμα και σήμερα «Το μαγικό βουνό», περίπου ογδόντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του; Πάλι καλά που, για διάφορους λόγους (όχι πάντα αυστηρά αισθητικούς), στην Ελλάδα διαβάζεται ο συγγραφέας του. Τα γενικότερα όμως συγγραφικά πρότυπά μας βρίσκονται στις παρυφές μεγεθών όπως ο Μαν. Γι' αυτό δεν έχουμε μεγάλη πεζογραφική παράδοση.
Επαίνους στο μεταφραστή Θανάση Λάμπρου, ο οποίος είχε να αντιμετωπίσει ένα απαιτητικό κείμενο πεζό και έμμετρο, το οποίο ακτινοβολεί τη σκέψη (και τις μεγάλες πλάνες) εποχών ανεπανάληπτων, δυστυχώς.