Ο π. Ιωάννης Μάγιεντορφ (1926-1992) γεννήθηκε στο Neuilly-sur-Seine της Γαλλίας, γόνος οικογένειας Ρώσων εμιγκρέδων με καταγωγή από την αριστοκρατική τάξη των Γερμανών της Βαλτικής (εξ’ ού και το λίαν απίθανο για Ρώσο επίθετο Meyendorff). Μεγάλωσε στο Παρίσι και φοίτησε σε γαλλικά σχολεία, σπουδάζοντας θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Αγ. Σεργίου και κατόπιν στη Σορβόννη, όπου, το 1958, έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορα της Φιλοσοφίας (Docteur-ès-Lettres). Αντικείμενο της διατριβής του ήταν η κριτική έκδοση και μετάφραση στα Γαλλικά των Τριάδων του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. Η έκδοση της διδακτορικής του διατριβής αποτέλεσε καθοριστική στιγμή της εκ νέου ανακάλυψης, στη σύγχρονη εποχή, του ανθρώπου εκείνου, που ο Μάγιεντορφ αποκαλούσε ως “τον τελευταίο πατέρα της Βυζαντινής Εκκλησίας.” Σύντομα ακολούθησε μία σημαίνουσα πρωτοποριακή μελέτη για τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά και τον ησυχασμό του δέκατου τετάρτου αιώνα, με τον γαλλικό τίτλο Introduction à l’étude de Grégoire Palamas (1959), η οποία εκπονήθηκε ενόσω ήταν μέλος του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (Centre National de la Recherche Scientifique) και δίδασκε στον Άγ. Σέργιο. (Μία συντομευμένη έκδοση της εν λόγω εργασίας κυκλοφόρησε στα Αγγλικά το 1964). Νωρίτερα, μεταξύ 1953 και 1955, είχε εκδώσει ορισμένες μικρότερες μελέτες, οι οποίες αργότερα συγκεντρώθηκαν και επανεκδόθηκαν στα Αγγλικά με τον τίτλο Byzantine Hesychasm: Historical, Theological and Social Problems (1974). Αν και αυτές οι μελέτες ασχολούνται με πολύ εξειδικευμένα και τεχνικά σημεία της ησυχαστικής διδασκαλίας, ωστόσο μαρτυρούν το ολοένα και πιο ευρύ ενδιαφέρον του για τη μέγιστη πολιτισμική ιστορία του Βυζαντίου κατά τον δέκατο τέταρτο αιώνα.
Αφού χειροτονήθηκε ιερέας, το 1959 μετοίκησε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με σκοπό να διδάξει Εκκλησιαστική Ιστορία και στη συνέχεια Πατρολογία στη Θεολογική Ακαδημία του Αγ. Βλαδίμηρου στη Νέα Υόρκη. Ο π. Μάγιεντορφ ήταν ο τρίτος διαδοχικά θεολόγος από τον Άγ. Σέργιο ο οποίος έκανε το ίδιο ταξίδι: πρώτος υπήρξε ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι και στη συνέχεια ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν. Μετά τον θάνατο του δεύτερου το 1983, ο π. Μάγιεντορφ ανέλαβε τη θέση του κοσμήτορα, την οποία και κράτησε μέχρι το 1992. Αξιοσημείωτη μαρτυρία για την ενεργητικότητά του και τις ικανότητές του ήταν το γεγονός ότι, για αρκετό διάστημα, κατείχε ταυτόχρονα και τη θέση του Έκτακτου Καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Fordham, καθώς και τη θέση του Λέκτορα Βυζαντινής Θεολογίας στο Dumbarton Oaks (το Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ στην Ουάσιγκτον), όπου και αργότερα υπηρέτησε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και στη θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή Σπουδών το 1978. Στα διαφορετικά πλαίσια του καθενός απ’ αυτά τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, ο π. Μάγιεντορφ υπήρξε εξέχων και εμβριθής εκπρόσωπος της βυζαντινής θεολογικής παράδοσης, όντας ο ίδιος η φωνή τόσο της αυθεντικής και ζωντανής πίστης όσο και της ενήμερης ιστορικά κριτικής σκέψης.
Πέρα από το ακαδημαϊκό έργο του, ο π. Μάγιεντορφ συμμετείχε ενεργά στα εκκλησιαστικά θέματα και επί σειρά ετών υπήρξε σημαντικός σύμβουλος των Επισκόπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής (ΟCΑ). Από κοινού με τον π. Σμέμαν, ο π. Μάγιεντορφ επιδίωξε τη δημιουργία μιας και μοναδικής κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική, με μία και ενιαία διοικητική οργάνωση (δηλαδή Σύνοδο επισκόπων και πρώτο μεταξύ αυτών), που δεν θα εξαρτάται πλέον από τις μητέρες Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, αλλά θα είναι σταθερά και στέρεα θεμελιωμένη στο αμερικανικό έδαφος. Ως εκ τούτου συμμετείχε πάντα στα διορθόδοξα και οικουμενικά ζητήματα, υπηρετώντας στην ΟCΑ ως Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων, αντιπρόσωπος στην Κεντρική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και μέλος της Επιτροπής του για θέματα Πίστης και Λειτουργικής Τάξης, της οποίας και υπήρξε συντονιστής των εργασιών της κατά το διάστημα 1967-1975. Υπήρξε επίσης ο ιδρυτής και ο πρώτος Γενικός Γραμματέας της διεθνούς οργάνωσης Ορθόδοξων νεολαιών, γνωστής ως ‘Σύνδεσμος’.
Σε πείσμα των ασφυκτικών απαιτήσεων του χρόνου του, ο π. Μάγιεντορφ συνέχιζε την επιστημονική έρευνα και τη συγγραφή έργων σχετικά με διάφορες πτυχές της πατερικής και βυζαντινής θεολογίας, παραδίδοντας ένα μεγάλο πλήθος βιβλίων, άρθρων και συλλογών δοκιμίων, μεταξύ των οποίων αναφέρουμε δειγματικά και τα εξής: Christ in Eastern Christian Thought (1969), The Primacy of Peter (1973), Marriage: An Orthodox Perspective (1975) [Ο ορθόδοξος γάμος, Ακρίτας, 2004], Living Tradition (1978), Byzantium and the Rise of Russia (1981) [Βυζάντιο και Ρωσία: μελέτη των Βυζαντινο-Ρωσικών σχέσεων κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα, Δόμος, 1988] και Imperial Unity and Christian Divisions (1989).
Σε μία εποχή ολοένα και πιο έντονα στενής και περιοριστικής ακαδημαϊκής εξειδίκευσης, ο π. Μάγιεντορφ διέθετε μία σπάνια πολύπλευρη γνώση της Ορθόδοξης παράδοσης στο σύνολό της, περικλείοντας την περίοδο των πρώτων Πατέρων, τη Βυζαντινή περίοδο και τη Χριστιανοσύνη των Σλάβων. Μαζί με τη γνώση αυτή διέθετε και την πρωτογενή βίωση της ζωής στη σύγχρονη Εκκλησία. Σε όλο το έργο του εξισορρόπησε με δεξιοτεχνία τις διαισθήσεις ενός πρώτης τάξεως ιστορικού με την πίστη και την προοπτική του πραγματικού θεολόγου.
Όταν το 1974 κυκλοφόρησε το έργο του π. Ιωάννη Μάγιεντορφ Βυζαντινή Θεολογία, άνοιξε ένα νέο και σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορική μελέτη της Ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης. Ταυτόχρονα, εδραίωσε τη φήμη του διεθνώς, αφενός μεν ως ενός ειδικού μελετητή που είχε την ικανότητα να παρουσιάζει συνθετικά και με σαφήνεια τις απόψεις του χωρίς υπεραπλουστεύσεις, και αφετέρου ως θεολόγου με βαθειά γνώση των Βυζαντινών Πατέρων και παρ' όλ' αυτά ικανού να...
Όταν το 1974 κυκλοφόρησε το έργο του π. Ιωάννη Μάγιεντορφ Βυζαντινή Θεολογία, άνοιξε...
Όταν το 1974 κυκλοφόρησε το έργο του π. Ιωάννη Μάγιεντορφ Βυζαντινή Θεολογία, άνοιξε ένα νέο και σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορική μελέτη της Ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης....