Εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του ΙΩΣΗΦ ΒΙΒΙΛΑΚΗ
7/10/2007
Η Εκκλησία σε νέο ρόλο
Η συνάντηση Ορθοδοξίας και Νεωτερικότητας γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση
Στον τόμο όπου τοποθετείται η Ορθοδοξία, ως μέγεθος, πλάι στη Νεωτερικότητα, συζητείται από την αρχή ο ορισμός της ταυτότητας της Εκκλησίας στον μοντέρνο κόσμο.
Το ζήτημα τοποθετείται μέσα από μια πλούσια βιβλιογραφική τεκμηρίωση από τον Παντελή Καλαϊτζίδη στα «Προλεγόμενα», όπου διατυπώνεται με πικρία: «χωρίς γόνιμη, δημιουργική και κριτική σχέση με το παρελθόν της Ιστορίας και του πολιτισμού, έχοντας ταυτίσει την παράδοση με τη συντήρηση, εμποτισμένοι από ένα αντιφατικό κράμα αρχαιολατρίας και βυζαντινολαγνείας, παγιδευμένοι σε μιαν αντίληψη που περιορίζει την Εκκλησία στο ρόλο του φρουρού και του εγγυητή της εθνικής και πολιτισμικής συνέχειας, εγκλωβισμένοι στον αντιθετικό άξονα Ανατολή - Δύση, αδυνατούμε συνήθως να αρθρώσουμε σοβαρό θεολογικό λόγο και να μετάσχουμε ισότιμα και δημιουργικά στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου».
Η θέση αυτή είναι το προανάκρουσμα μιας αγωνίας για την τακτοποίηση «εκκρεμοτήτων» της Εκκλησίας προς τη Νεωτερικότητα και τον ρόλο της Ορθοδοξίας σε μια κοινωνία που δείχνει να έχει λυτρωθεί πλέον από την εξουσία του παρελθόντος και να έχει απελευθερωθεί από κάθε βάρος εκκλησιαστικής αυθεντίας. Από αυτόν τον ουδετερόθρησκο κόσμο αναδεικνύεται το σύγχρονο ενδιαφέρον για το θρησκευτικό φαινόμενο (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γαλλία) και ένας γόνιμος προβληματισμός για τη δυνατότητα ενός δημόσιου λόγου της θρησκείας.
Οι εκπρόσωποι
Βέβαια, παραμένει το ερώτημα ποιοι εκπροσωπούν σήμερα αυθεντικά την Εκκλησία και την αλήθειά της και ποιοι είναι εκτός, εφόσον στη Νεωτερικότητα η αλήθεια δεν είναι κάτι δεδομένο, όπως στην παραδοσιακή κοινωνία, αλλά ένα αίτημα ανοιχτό και ξεχωριστό για το κάθε αυτοπροσδιοριζόμενο υποκείμενο. Το λέω αυτό με αφορμή τη διάκριση που σημειώνεται στα «Προλεγόμενα» μεταξύ Εκκλησίας - θεολόγων και θύραθεν κοσμικής διανόησης. Παρόμοιοι διαχωρισμοί που χρησιμοποιήθηκαν σε αμυντικές φάσεις της εκκλησιαστικής ιστορίας δεν χρειάζεται ούτε καταχρηστικά να χρησιμοποιούνται διότι δεν βοηθούν στη συμφιλίωση αλλά ενέχουν μιαν αξιολογική ελιτίστικη χροιά εκ μέρους εκείνων που φέρονται ότι κατέχουν την αλήθεια.
Ο τόμος ανοίγει με τη μελέτη του Θάνου Λίποβατς «Χριστιανισμός και Νεωτερικότητα», όπου οριοθετείται το πλαίσιο της επιβίωσης των ευρωπαϊκών εκκλησιών στις σύγχρονες πόλεις, ενώ παρόμοιο εισαγωγικό ρόλο παίζει και το κείμενο του Κωνσταντίνου Αγόρα που στοχεύει στην ανάδειξη μιας «αγιοπνευματικής και αγαπητικής διαπλοκής» μεταξύ Ορθοδοξίας και Νεωτερικότητας με βασικό άξονα το Σώμα Χριστού.
Ακολουθούν ερεθιστικές ενότητες που συχνά προχωρούν παραπέρα και εξερευνούν την Ορθοδοξία στο μεταμοντέρνο τοπίο σε ενδιαφέροντες συσχετισμούς με την εσχατολογία (Πέτρος Βασιλειάδης, π. Ευάγγελος Γκανάς, Δημήτρης Μπεκριδάκης, Αλέξανδρος Σ. Καριώτογλου, Νίκος Φ. Ντόντος). Αλλού προσεγγίζεται θρησκεία και πολιτική, η Ορθόδοξη Εκκλησία στο νεοελληνικό κράτος και μέχρι τη μεταπολίτευση (π. Αντώνιος Πινάκουλας, Ιωάννης Σ. Πέτρου, Πολύκαρπος Καραμούζης, Νίκος Κοκοσαλάκης), Διαφωτισμός, Ορθοδοξία και αποφατικός λόγος (Δημήτριος Ούλης, Παντελής Καλαϊτζίδης, Μάριος Μπέγζος). Σχολιάζεται η θεολογική έρευνα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης (Μιλτιάδης Κωνσταντίνος), προσεγγίζεται η προβληματική σχέση της θεολογίας με το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Κωνσταντίνος Δεληκωνσταντής, Αντώνης Μανιτάκης), συσχετίζεται η Νεωτερικότητα με τη θεολογία του προσώπου (Θεόφιλος Αμπατζίδης) και αναζητούνται οι δυνατότητες συνάντησης της θεολογίας με ψυχολογία και ψυχανάλυση (π. Βασίλειος Θερμός). Η θεματική των κειμένων ανακαλεί την καλή σοδειά των αφιερωμάτων του περιοδικού «Σύναξη» (πρωτοκυκλοφόρησε το 1982).
Με στόχο την αυτοκριτική!
Η συμβολή των κειμένων είναι μεγάλη στον προβληματισμό και στην κατεύθυνση για μια ορθόδοξη Εκκλησία μελλοντική, αναστοχαζόμενη, με διάθεση την ανεξαρτησία της από κρατικούς θεσμούς, που μπορεί να υπερβεί εθνικοθρησκευτικά στερεότυπα και πολιτιστικά μορφώματα, να άρει την καχυποψία προς τον κόσμο παύοντας να δαιμονοποιεί κάθετι κοσμικό, ώστε τελικά να ξεκαθαρίσει σε ποια ιστορική στιγμή ζει (όχι πάντως στη Βυζαντινή αυτοκρατορία), να αναγνωρίσει στον άλλον την ετερότητά του, τη δυνατότητα να διαχειρίζεται το αυτεξούσιο χωρίς εισαγγελικές κρίσεις από άμβωνος, να αποφασίσει ποιο είναι το μήνυμά της για τον σημερινό άνθρωπο και πώς μπορεί να το διατυπώσει με τον καλύτερο τρόπο για να επικοινωνήσει. Να καταφέρει, επιτέλους, να κάνει αυτοκριτική!
Οι μελέτες αφορούν κάθε σκεπτόμενο αναγνώστη και θα αποτελέσουν αναφορά για περαιτέρω ειδικότερες έρευνες. Ωστόσο, σημειώνω την αισθητή απουσία, έστω, ενός κειμένου που να αναφέρεται στη σχέση της Ορθοδοξίας με τη σύγχρονη τέχνη, τα εικαστικά, τον κινηματογράφο ή το θέατρο που διαθέτουν γκουρού, ιερατείο, αγιολόγιο, και αποτυπώνουν μοναδικά με διαφορετικές εκφραστικές γλώσσες τη νεωτερική αλήθεια.
Η μητρόπολη του Βόλου μέσα από τη δραστηριότητα της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, καρπός της οποίας είναι η έκδοση, κάνει δουλειά υποδομής: παράγει στιβαρή σκέψη, δημιουργώντας ρωγμές σε κατεστημένες αντιλήψεις, προωθεί τον διάλογο για να συναντήσει την αλήθεια, δείχνει ότι θέλει να είναι μια κοινότητα ανοιχτή σε όλους χάρις στην εμπιστοσύνη που δείχνει ο επίσκοπος Δημητριάδος Ιγνάτιος στον Παντελή Καλαϊτζίδη και τους συνεργάτες του.