εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ
3/2/2008
Μια πνευματική χαρτογράφηση της Ελλάδας
Η σύνθεση της ελληνικής παράδοσης με τη χριστιανική και η συνάντησή τους με τις νεότερες ευρωπαϊκές πραγματικότητες
Ξαναδιαβάζοντας αυτό το βιβλίο σήμερα στη νέα του έκδοση, τη συμπληρωμένη από πλήθος σχολίων του υιού Πεντζίκη, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται επιστολές γνωστών συγγραφέων και ποιητών και φωτογραφίες («πραγματολογικές πληροφορίες και παραπομπές διαφόρων επιπέδων πύκνωσης») θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το βιβλίο αυτό ένα είδος ανακεφαλαίωσης της ελληνικής παράδοσης στη συνάντησή της με τη χριστιανική και στη σύνθεση που ακολούθησε, χωρίς να μένουν απέξω οι νεότερες ευρωπαϊκές πραγματικότητες και ποιητικές - καλλιτεχνικές δημιουργίες. Αυτή τη σύνθεση ο Πεντζίκης την επιχειρεί στο σύνολο του έργου του που αποτελεί απέραντη καταγραφή μνήμης αλλά και χαρτογράφηση πνευματική, ιστορική ακόμη και γεωγραφική της Ελλάδας, καθώς ο συγγραφέας του δεν φειδόταν περιπατητικής διάθεσης που τον βοηθούσε να «γεωμετρεί» τη χώρα, να γνωρίζει περιοχές ολόκληρες σπιθαμή προς σπιθαμή και να μεταβαίνει με μεγάλη ευχέρεια από τον συγκεκριμένο, απτό και υλικό χώρο στον ευρύτερο πνευματικό, νοερό και άυλο, συνεχίζοντας πανάρχαιες παραδόσεις και επιχειρώντας να τις ενεργοποιήσει μέσα από την τωρινή γραφή του.
Οι ησυχαστές
Ετσι, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου (περιέχει εννέα κεφάλαια) κάνει λόγο για την αναπνοή με τη σημασία «της πνευματικότητας υπό ιδιάζουσα μορφή». Αναφέρεται στους ησυχαστές και στον τρόπο που «προσεύχονταν επιβάλλοντας στο σώμα τους μια γυμναστική κάκωση που είχε ανασταλτική επίδραση επί της αναπνοής». Σημειώνει ότι για να πνευματωθεί το σώμα «το είναι, καθώς το σώμα μας ασκείται χορευτικά, πρέπει τελείως να ξεχνιέται μέσα σε μια νοσταλγία υψηλή». Αν καταλαβαίνω καλά ο Πεντζίκης εννοεί τον νόστο του ανθρώπου για την παλιά του πατρίδα, τον νόστο του Παραδείσου, ένα πέταγμα της ψυχής ή μια ανύψωση, μια μεταμόρφωση του σώματος που δεν έχει σχέση με το σώμα στον ουμανιστικό ορθολογισμό. Σηκώνοντας η Δύση τη διάνοια (μέσω Αριστοτέλη) σαν περισκόπιο υποβρυχίου χάνει αυτή την ψυχοσωματική πνευματοφόρα αίσθηση της ζωής την οποία υπονοεί, αναζητά και βρίσκει ο Πεντζίκης.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία συρρικνώνεται: «Ο αρχιερέας ανάλαβε και τον τίτλο του Δεσπότη. Τα παράθυρα στους ναούς μικρεύουν ή φράσσονται. Σκοτεινιάζει το εσωτερικό». Ωστόσο, «Μέσα στο ημίφως αυτό δεν λειτουργεί μονάχα το κρυφό σχολειό, χαλκεύεται και η ψυχή του ραγιά, που με την υψηλή της κρυμμένη λαχτάρα, φτερώνει την ασκητική μορφή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου». Ο Ν. Γ. Πεντζίκης μιλώντας έτσι θέλει να πει ότι μέσα στην Εκκλησία ο Ελληνας ανέπνεε με μια ανάσα φυσική και πνευματική ταυτόχρονα, που αναπτέρωσε το ηθικό του και τον έκανε ήρωα μαχητή και απελευθερωτή. Μέσα εκεί χωρίς να πολυκαταλαβαίνει συνέχιζε την παράδοση του Γρ. Παλαμά την πιο ησυχαστική, ψυχοσωματική και καρδιακή. Μα πρέπει και κάτι άλλο να ειπωθεί με αυτή την ευκαιρία:ο λαός που ξεσηκώθηκε, μέσα από τον εκκλησιασμό βίωσε την αναστάσιμη αίσθηση της ζωής και γι’ αυτό αψήφισε τον θάνατο πολεμώντας τον δυνάστη.
«Τι γίνεται με την αναπνοή του Νεοέλληνα από την απελευθέρωση και μετά;», ερωτά ο Πεντζίκης στο ίδιο κείμενο. Αλλάζει η στάση μας απέναντι στην παράδοση, ξεμακραίνουμε από την πνευματικότητά της. Διευκρινίζει: «Πρέπει να το καταλάβουμε ότι δεν είναι τα πράγματα που γεμίζουν, ούτε τα μεγέθη που επιβάλλονται. […] Αυτό που επιβάλλεται και που γεμίζει είναι η ψυχή, πνοή, αναπνοή του ανθρώπου. Του υποστασιακού αυτού γεγονότος, εμείς αρνούμεθα να λάβουμε συνείδηση.»
Ο Πεντζίκης ψαύει στα γραπτά του κορυφές πνευματικής αίσθησης και εμπειρίας και ταυτόχρονα στρεβλώσεις της ανθρώπινης υπόστασης, τραγωδίες και δράματα. Εναλλάσσοντας λέξεις όπως ψυχή, πνοή, αναπνοή (στο δεύτερο κεφάλαιο και αλλού) λέξεις διάφανες που τις διασταυρώνει με το Φως,αγγίζει το άυλο, για να δώσει προτεραιότητα στο πνεύμα, τονίζοντας ταυτόχρονα τη σωματική διάσταση όπως είδαμε πιο πάνω. Καταφέρνει έτσι να συνάπτει την ανθρώπινη υπόσταση, τον ζωντανό άνθρωπο, με την ανά πάσα στιγμή επικρεμάμενη απώλειά του, με την εναλλαγή μνήμης και λήθης, όπου η λήθη μπορεί να συνδυαστεί με την ανυπαρξία, με την άρνηση του ανθρώπου: την ταύτισή του με το μηδέν. Το αναπτύσσει αυτό σε επόμενο κεφάλαιο του ίδιου βιβλίου, όπου ανατέμνει με εκπληκτικό τρόπο τη σχέση μνήμης και λήθης, όχι με αφηρημένες έννοιες, αλλά μέσα από τον πραγματισμό που υποβάλλει η χριστιανική παράδοση και η αρχαιοελληνική παιδεία συνδυαζόμενη με κάθε αληθινή γνώση και εμπειρία απ’ όπου και αν προέρχεται.
Εγω και ο Αλλος
Ο Πεντζίκης όπως κάνει και αλλού, ακολουθώντας μια γραφή όχι μόνο ελλειπτική αλλά και απόκρυφη, συνδυάζει στο παραπάνω κείμενο τη μνήμη, την παιδικότητα, την ποίηση, την παρουσία των αγγέλων, το κατέβασμα του νου στην καρδιά και την παραίτηση από το εγώ, ως αντίποδα σε κάθε είδους μηχανοκρατική, αιτιοκρατική, ντετερμινιστική και ουμανιστική αντίληψη της ζωής. Μέσα από ένα δαίδαλο σκέψεων, διατυπώσεων, μεταφορών, παρομοιώσεων φτάνει στη φράση: «η υπομονή γίνεται έκφραση δηλωτική του βαθυτέρου εγώ ενός εκάστου εξ ημών, που είναι ακριβώς ο πλησίον» εννοώντας ότι «η προσωπική ζωή μεταβάλλεται στη ζωή του άλλου και του καθενός».