ΜΙΚΡΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ

- Αφαίρεση στα αγαπημένα μου
- Προσθήκη στα αγαπημένα μου
- Αποστολή σε φίλο
- Εκτύπωση
ΜΙΚΡΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ
ΚΟΥΣΑΘΑΝΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
«Νόστος» είναι ο γυρισμός στην πατρίδα, αλλά Πατρίδα δεν είναι μόνο ο τόπος όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Είναι προπαντός η κρυφή θάλασσα της Μνήμης, ατομικής και συλλογικής, όπου άλλοτε παίζουμε με τα πρόσχαρα νερά της κι άλλοτε μας κατακλύζει και βουλιάζουμε. Στις τρεις διηγήσεις του Μικρού τρίπτυχου του νόστου του Παναγιώτη Κουσαθανά τα φαντάσματα του παρελθόντος παλιννοστούν «ευγενικά, καλοσυνάτα κι ελεήμονα». Απαντώντας, παρακάμπτοντας ή καταργώντας τις ενοχλητικές ερωτήσεις, εξηγούν τα επιχώρια και τα ετερόχθονα για να ξορκίσουν τον εφιάλτη του σιωπηλού αεροδρόμιου των ταξιδευτών απανταχού της γης. Σαν τα μακριά μαλλιά της «Λαφίνας» στην τελευταία διήγηση ευωδιάζουν φρεσκοκομμένο καρπούζι και σαν το καρβέλι της δεύτερης μοσκοβολούν σε μιαν «αστρική ενατένιση» όπου «τ' άστρα κι η ψυχή συστοιχούνται σε φιλικό γειτόνεμα», βάζουν σε κίνηση τον κοντυλοφόρο του συγγραφέα και σε τάξη το χάος, το κοσμικό και το άλλο, κάνοντας «την κάθε μέρα πρώτη της ζωής μας μέρα».
Στην πρώτη διήγηση, ένας πατέρας διηγείται στον γυιό τα παιδικά του καλοκαίρια κάτω από τον τρόμο της μεσημεριανής σκιάς ενός αράπη που διαλαλούσε ότι θα κάνει μια χαψιά όσα παιδιά δεν περιμαζεύονταν να ησυχάσουν στο σπίτι. Όταν ο γυιός είναι στις δυσμές του βίου του, συναντά μια καλοκαιρινή νύχτα με πανσέληνο το φάντασμα της παιδικής ηλικίας του γονιού του, αλλά ολότελα μεταμορφωμένο πια. Στη δεύτερη, ένας νησιώτης ταξιδεύει ως τη μακρινή Αργεντινή έχοντας συντροφιά στην αγκαλιά του ένα καρβέλι τυλιγμένο σε λαδόκολλα, που το παίρνει δώρο στον παντρεμένο εκεί γυιό του για να «θυμηθεί της πατρίδας». Στο αεροπλάνο συναντά ένα πολυταξιδεμένο ζευγάρι που συζητώντας μαζί του καταλαβαίνει ότι το καρβέλι του γεροντάκου είναι από εκείνα που δεν μπαγιατεύουν αν έχεις «αστερωμένη την ψυχή» και «τον νόστο στο μυαλό προτού κιόλας ξεκινήσεις για το ταξίδι». Στην τρίτη και τελευταία, ένα ενδεκάχρονο αγόρι στη δεκαετία του 1950 γίνεται αυτόπτης μάρτυρας μια όμορφης περιηγήτριας που κολυμπά ολόγυμνη στην αμμουδιά του νησιού. Το ασυνήθιστο εκείνα τα χρόνια συμβάν σηκώνει επί ποδός τον πληθυσμό κι ο μπόμπιρας ρίχνει λάδι στη φωτιά με τις γλαφυρές περιγραφές του, πράγμα που τον κάνει μαζί με τη γυμνή «Λαφίνα»-περιηγήτρια το εφήμερο κέντρο του ενδιαφέροντος. Πολύ αργότερα, συνειδητοποιώντας ότι η «Λαφίνα» δεν ήταν παρά «το πρώτο αληθινό πλάσμα της άγουρης τότε λογοτεχνικής του φαντασίας», επανέρχεται για να δαγκώσει και να ξαναδαγκώσει το μήλο «αν και γνωρίζει τη φενάκη και τη ματαιότητα κάθε νόστου».
Ο Π. Κ με το καινούργιο του βιβλίο, ένα «σεντούκι της μνήμης που χλοΐζει και μπουμπουκιάζει», επιχειρεί την επάνοδο στην «απλότητα» την οποία αποστρέφεται η περίπλοκη εποχή μας. Ο ελάσσων τρόπος της γλώσσας του συγγραφέα και μια ποιητική tristesse γεμάτη τρυφερότητα χωρίς συναισθηματισμούς, πού υπόρρητα, αλλά ευδιάκριτα, εμποτίζουν τα τρία κείμενα αυτού του βιβλίου, ίσως μπορέσουν έστω για λίγο να αναμετρηθούν με τη σκόνη και να κάνουν την καρδιά του αναγνώστη να επανοδεύσει στην Πατρίδα, να επαναπατριστεί στο γελαστό ακρογιάλι, εκεί όπου «τα μάτια θυμούνται, η μύτη μυρίζει, το δέρμα ριγεί και υπάρχουν απαντήσεις για όλες τις απορίες».