> ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ>ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ

ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ

ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ

ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ

ΓΕΝΝΑΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

ΒΡΑΒΕΙΟ περ. ΔΙΑΒΑΖΩ 2011

«Ως τα δεκαέξι ήμουν η σκλάβα της μητρός μου. Ό,τι λεφτά κέρδιζα τα έκλεβε. Τετράδιο είχε η Αδαμαντία Δραγάτση και σημείωνε στο τεφέρι πόσες δραχμές εισπράττω και τα κατέθετε στο Ταμιευτήριο για να είναι υπό την εγγύηση του ελληνικού Κράτους. Ψέματα. Λούσα δικά της. Ολοκαίνουργια φορέματα και χρυσαφικά, τα δικά μου χρήματα, και διασκεδάσεις στις μπουζουκοταβέρνες του Πειραιώς παρέα με τον Τασούλη. Ελευθέρων ηθών η μάνα που μου έλαχε».

Ένα ταξίδι στο Ξυλόκαστρο. Κτέλ Κηφισού. Μια γυναίκα και τρία αγόρια. Οι Πρίγκιπες. Τελευταία απόπειρα τιθάσευσης της χαμένης αθωότητας. Στο βάθος οι περιούσιοι γάμοι και ο βασιλιάς έρωτας. Παρελθόν πνιγηρό και ματωμένο. Εξομολογήσεις και βασανισμοί. Ήχοι χαμένων δεκαετιών. Αναιρέσεις και υφέσεις μιας ζωής εν κινδύνω. Ψυχοστασίες.

Διαθεσιμότητα: Εξαντλημένο


20,00 €

Αγορά
  • Σελίδες: 280
  • Σχήμα: 20.5x12
  • ISBN: 978-960-518-380-6

εφ. LIFO του ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ
9/2/2011

Ο φιλόλογος, συγγραφέας, συνθέτης και ερμηνευτής Θωμάς Κοροβίνης προτείνει τα 5 καλύτερα βιβλία που διάβασε τελευταία.

1. Μιχάλης Γεννάρης: «Πρίγκιπες και δολοφόνοι», εκδόσεις Ίνδικτος, 2010

Μια γυναίκα που η ζωή της ταξιδεύει σε όλη την γκάμα απ' την άκρα αγιότητα μέχρι τις εσχατιές του ηθικού βούρκου προπονεί τρία μυθώδους καλλονής αγόρια σε ασκήσεις ισορροπίας και επιβίωσης στις πιο ελώδεις περιοχές του κοινωνικού χάρτη. Μεσω μιας γλώσσας δίκοπης, πάλλουσας, ασελγούς και ακομπλεξάριστης, ο συγγραφέας βάζει τον αναγνώστη του να κάνει μακροβούτια στο κενό της ψυχής των ηρώων που προκαλούν απ' την αρχή ως το τέλος πρωτογενή συγκίνηση. Ύφος, λέξεις και ιστορίες, όλα πρωτότυπα και θελξικάρδια.

 

εφ. ΕΠΟΧΗ της ΜΑΡΗΣ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
8/5/2011

Λογοτεχνικά Βραβεία Στις 2 Μαΐου, η Κριτική Επιτροπή του περιοδικού «Διαβάζω», αποτελούμενη από τους Ευρ. Γαραντούδη, Αλ. Ζήρα, Κ. Καρακώτια, Κ. Κωστίου, Χρ. Ντουνιά, Μ. Πιμπλή και Λ. Τσιριμώκου, ανακοίνωσε τις μικρές λίστες των υποψηφίων για τα Λογοτεχνικά Βραβεία του περιοδικού. Στις 17 Μαΐου, θα ανακοινωθούν οι βραβευμένοι. Στις λίστες, ανάμεσα στις αναμενόμενες παρουσίες και απουσίες, υπάρχει μια ισχυρή υποψηφιότητα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, θα λέγαμε αδιαφιλονίκητη, αυτή του Μιχάλη Γεννάρη, με το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα - εντυπωσιακό για πρώτο βιβλίο - «Πρίγκιπες και δολοφόνοι».

 

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της ΜΑΡΗΣ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
18/6/2011

Ο Μιχάλης Γεννάρης, όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, δεν πρωτοεμφανίστηκε με δημοσίευμα σε λογοτεχνικό περιοδικό, αλλά σε έναν από τους διαγωνισμούς διηγήματος, που, τα τελευταία χρόνια, έχουν πληθύνει. Συγκεκριμένα, στον ετήσιο θεματικό διαγωνισμό «HOTEL-Ενοικοι γραφής», που ξεκίνησε προ πενταετίας και στον οποίο φαίνεται πως γίνεται αξιοπρόσεκτο φιλτράρισμα στην επιλογή. Ηδη, τρεις από τους διακριθέντες στον πρώτο διαγωνισμό, που είχε ως θέμα τον Βιζυηνό, καθώς το 2006 ήταν η επέτειος των 110 χρόνων από τον θάνατό του, εξέδωσαν ένα πρώτο ενδιαφέρον βιβλίο. Πρόκειται για τη βραβευμένη εκείνου του έτους Λουίζα Σπηλιωτοπούλου και δύο από τη δεκάδα που συγκράτησε ο βραχύς κατάλογος των επιλαχόντων, τον Νίκο Αδάμ Βουδούρη και τον Γεννάρη. Νεότερος από τους τρεις ο Γεννάρης, δεν εκδίδει, όπως οι άλλοι δύο, συλλογή διηγημάτων, αλλά μυθιστόρημα και μάλιστα, ιδιαίτερα φιλόδοξο. Εφέτος, που ο υπουργός Πολιτισμού εν μέσω γενικής λιτότητας αποφάσισε στον χώρο του βιβλίου να ποντάρει τα πάντα στους νέους συγγραφείς, υποσχόμενος από υποτροφίες μέχρι φεστιβάλ, εκείνος πατάει τα τριάντα και σαν έτοιμος από καιρό, έρχεται να τα διεκδικήσει με μόνο όπλο το βιβλίο του. Κάτι όχι πλέον αυτονόητο, όταν η τύχη ενός βιβλίου καθορίζεται από την αναγνωρισιμότητα του συγγραφέα, τη διαφήμιση και γενικότερα από τη συστηματική προώθηση που φροντίζει ο εκδότης.

Εκ πρώτης όψεως, τα βασικά προσόντα του μυθιστορήματος είναι ο προφορικός λόγος της ηρωίδας που πλάθει και ο κόσμος του περιθωρίου που αποκαλύπτει. Αναμφιβόλως, και τα δύο συνιστούν χαρακτηριστικά του βιβλίου. Βεβαίως, με γυναικείους μονόλογους, άναρχους ως προς τη δομή και τολμηρούς ως προς το περιεχόμενο, έχουν καταπιαστεί αρκετοί συγγραφείς, από επιφανείς μέχρι πρωτάρηδες. Οσο για τους αθλίους των Αθηνών, αυτοί έχουν αναβαθμιστεί σε κατ' εξοχήν θέμα του νεορεαλιστικού μυθιστορήματος, που γράφεται εδώ και τουλάχιστον μία εικοσαετία. Αλλού βρίσκεται η πρωτοτυπία του μυθιστορήματος του Γεννάρη. Στη συμβολική διάσταση που λανθάνει στον μυθοπλαστικό μικρόκοσμο, την οποία υποβάλλει ο συγγραφέας μέσω της ονοματοθεσίας των προσώπων και του τρόπου που πλέκει τις ιστορίες τους, αντλώντας έμπνευση από το παρελθόν αυτού που αποκαλούμε διαχρονικός Ελληνισμός. Ο συγγραφέας δεν κάνει άλλο από το να στήνει ένα παίγνιο με τα ιστορικά συμφραζόμενα. Από μια άποψη, κάτι τέτοιο συμφωνεί με τη μεταμοντέρνα θέαση. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση αποκρύβει και μια αντισυμβατική διάθεση απέναντι στο πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο, με του οποίου τη γέννηση και το μεγάλωμα συμβάδισε χρονικά και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, ελαττωμένης έκτασης, με το πρώτο να καταλαμβάνει τα δύο τρίτα του βιβλίου και το τελευταίο, μόλις τρεις σελίδες. Τα τέσσερα μέρη διακλαδώνονται σε υποκεφάλαια και εκείνα σε περικοπές, ενώ το μυθιστόρημα εκκινεί με μότο από τους ψαλμούς του Δαβίδ και τίτλο του πρώτου μέρους την επιστολική επικεφαλίδα «Προς Κορινθίους». Σε μια εισαγωγική πλαγιογράμματη περικοπή, ο αφηγητής δίνει τον λόγο σε μια γυναίκα ονόματι Πελαγία, η οποία και τον κρατά σε ολόκληρο το πρώτο και το τρίτο μέρος. Στα δύο άλλα, η αφήγηση περνάει στη Σαλώμη Βοναπάρτη, που «είναι άντρας στα γεννητικά», όπως έχει ήδη πληροφορήσει τον αφηγητή η Πελαγία, την οποία η Σαλώμη, με τη σειρά της, παρουσιάζει ως «τσατσά του Μεταξουργείου».

Βίος και πολιτεία η Πελαγία. Ο μονόλογος της μυθοποιεί την περιπετειώδη ζωή της. Ηρθε από την Παναγιούδα Μυτιλήνης στα Μανιάτικα του Πειραιά, στα μέσα της δεκαετίας του '50, και από δούλα και «πατσαβουράκι», που την είχαν, έγινε πρώτη κυρία στον νεοκλασικό οίκο της οδού Δελφών. Δέκα χρόνων ήταν, όταν την ξέγραψαν από το σχολείο. Εκείνη, όμως, διέπρεψε σε ό,τι κι αν καταπιάστηκε. Πρώτη στη μοδιστρική, απόφοιτος της Λέσχης Εργαζομένου Κοριτσιού του Πειραιά. Πρώτη στη μαγειρική, μέχρι ταχυφαγείο στη Νέα Υόρκη έστησε. Πρώτη στο εμπόριο, έκανε κουμάντο σε ολόκληρη τη Δυτική Αττική, καταπώς κομπάζει. Πάνω από όλα, όμως, υπερηφανεύεται για τις τραγουδιστικές της επιδόσεις. Περιγράφει όσες την ανταγωνίζονταν, τα πρώτα ονόματα και τα θρυλικά μαγαζιά των περασμένων δεκαετιών, σε σελίδες που θυμίζουν την ιστορία της Ομορφης Νύχτας του Θωμά Κοροβίνη.

Σαν θηλυκός Ζορμπάς προβάλλει η Πελαγία με την «τσιφτετελιά» της. Ερχεται, όμως, η αφήγηση της Σαλώμης και την αποκαθηλώνει, καθώς την παρουσιάζει σαν τη σκληρή γυναίκα «με το κουτσό πόδι και την επιληπτική νόσο». Τον κόσμο «των Πριγκίπων της Ιεράς Οδού» στήνει η Πελαγία. Εμφανίζει τα αγόριά της σαν γιους της υποτελείς, τους οποίους εκπαιδεύει στην κλοπή, τη διακίνηση ναρκωτικών, μέχρι και στο ντρεσάρισμα μιας πόρνης. Εδώ θυμίζει ή ίσως και να συνιστά μια σύγχρονη εκδοχή του γέρου Φέιγκιν από τον Ολιβερ Τουίστ. Το τέλος του κόσμου της, όταν τους Πρίγκιπες αγγίζει η ανάσα των δολοφόνων, αφηγείται από τη δική της πλευρά η Σαλώμη. Εκείνη έχει γλυκαθεί με τους σλάβους πρίγκιπες, που θα καταλάβουν την πιάτσα, όταν οι Πρίγκιπες της Πελαγίας θα αφανιστούν με αυτοχειριασμούς και αλληλομαχαιρώματα. Μέχρι και φόνος θα διαπραχθεί για τον θιγμένο ανδρισμό ενός Πελοποννήσιου, ονόματι Λάμπη. Ολιγογράμματη η Πελαγία, με πηγαίο αφηγηματικό ταλέντο, συμφύρει, για να δείξει γραμματιζούμενη, καθαρευουσιάνικες εκφράσεις με τους συνήθεις σολοικισμούς, που θυμίζουν τη γλώσσα του Μποστ. Διαφορετικός είναι ο λόγος της Σαλώμης, πιο μικροπερίοδος, με τις εμφατικές αποχρώσεις που έχει ο λόγος ενός τραβεστί.

Ονοματίζοντας ο συγγραφέας τα πρόσωπα, παντρεύει τον ομηρικό κόσμο με τον βυζαντινό. Τα βαπτιστικά ονόματα και οι αναμεταξύ τους συγγένειες έρχονται από την Ιλιάδα, τα επίθετα από το ύστερο Βυζάντιο, ενώ τα σόγια διακλαδίζονται σε Μικρά Ασία και Ελλάδα. Γιος του Πηλέα ο Αχιλλέας, δεν είναι φίλος, αλλά εραστής του Πάτροκλου. Οι πρίγκιπες Ελλάδας και Τροίας καταλήγουν πρίγκιπες σε μια αυλή στα Μανιάτικα. Γιος της Εκάβης και αδελφός του Εκτορα ο Πάρης, δεν απάγει καμία ωραία Ελένη, μόνο ξεπαρθενεύει την Πελαγία, μετέπειτα σύζυγο Διομήδη Κουκουζέλη, που ολόκληρο το σόι του σφαγιάστηκε στον Εμφύλιο. Η Πελαγία, όμως, είναι και κόρη Δραγάτση. Στο ύψος του ονόματός της, προβλέπει την Αλωση της φοβερής πόλης των Αθηνών, με την ίδια, όχι στον ρόλο του υπερασπιστή, αλλά του πορθητή. Ο συγγραφέας διακωμωδεί πλαγίως και υπαινικτικά, κάνοντας αναγωγές από τον Τρωικό πόλεμο στην Επανάσταση του '21 και στο εξαρχής «ευνουχισμένο» νεοελληνικό κράτος, με τα μεγάλα σόγια να κουβαλούν από το στίγμα της αιμομιξίας και της τρέλας μέχρι το μίασμα του κομμουνισμού. Σε αυτό το γενικευμένο και με βάθος χρόνου περιγέλασμα, ο Γεννάρης επιφυλάσσει προνομιακή θέση στην Αριστερά, από «τα αντάρτικα έπη» των κομμουνιστών μέχρι τις οικολογικές ευαισθησίες των αντιεξουσιαστών των Εξαρχείων. Σύμφωνα με τη διήγηση της Σαλώμης, η Πελαγία δεν είναι κόρη Δραγάτση, αλλά θυγατέρα αντάρτισσας, γεννημένη το 1946 μέσα στη φυλακή. Δεν πρόκειται, όμως, για ηρωική κομμουνίστρια, αλλά για αρχόντισσα, που αγάπησε λαντζέρη και κατέληξε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πριν από το πυρ της εκτέλεσης στο Γουδή, ροκάνιζε το πόδι του βρέφους, σαν ευθεία αναφορά στο επιμύθιο που θέλει την Αριστερά να τρώει τα παιδιά της. Η Πελαγία διασώθηκε από τα δόντια της μάνας της και από τις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Κατέληξε, όμως, να τη σπιτώσει ένας Λαοκράτης Λιβεράλης, σκληροπυρηνικός της Αριστεράς αλλά και στιχουργός, κατ' αντανάκλαση μικρού ονόματος και επιθέτου.

Ο κόσμος του μυθιστορήματος κινείται ανάμεσα σε λαϊκές γειτονιές, σκυλάδικα, φυλακές, πορνεία, τεκέδες και ψυχιατρεία. Ολοι τους παραμένουν έρμαια ισχυρών και διεφθαρμένων. Η Πελαγία εξυμνεί την πορνεία και τον τριαδικό έρωτα των αγοριών, ενώ διακηρύττει «αναρχία και χάος» σαν «το πρέπον πολίτευμα των ελεύθερων ανθρώπων». Η ωμότητα σε κάποιες σελίδες και το γεγονός ότι αυτός ο κόσμος δείχνει σαν να πλάθεται εκ των έσω, παραπέμπει στο μυθιστόρημα του Πέτρου Πικρού Το τουμπεκί, ορόσημο στον θεματικό χώρο που επέλεξε να κινηθεί ο Γεννάρης.

 

εφ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
28/6/2011

Νέα αιρετική ανθρωπογεωγραφία

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ. Μια γνωστή λαϊκή παροιμία λέει: «Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται». Παραφράζοντας μπορεί να πει κανείς: «Η καλή λογοτεχνία από την πρώτη σελίδα φαίνεται». Αυτό ισχύει στην περίπτωση του 30χρονου Μιχάλη Γενάρη και του πρώτου μυθιστορήματός του «Πρίγκιπες και δολοφόνοι» το οποίο δικαίως τιμήθηκε πρόσφατα με το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω». Χωρίς υπερβολές, ο νεαρός συγγραφέας από την πρώτη ήδη σελίδα του μυθιστορήματός του κατορθώνει να στείλει το μήνυμα της λογοτεχνίας στον απαιτητικό αναγνώστη. Πρώτο σημαντικότατο σημάδι, ότι ο Γενάρης επιλέγει τον δύσκολο δρόμο της λογοτεχνίας, είναι η γραφή του. Πυκνή, χυμώδης, με έντονες εικόνες, χρήση εύστοχων και απρόσμενων μεταφορών, εσωτερικό ρυθμό και συνεχή ένταση στον τρόπο χρήσης των λέξεων και της σύνταξης των προτάσεων.

Η ανθρωπογεωγραφία του πρώτου μυθιστορήματος του Γενάρη είναι αιρετική και παρεκκλίνουσα. Μας αποκαλύπτεται μέσα από τον πυρετώδη και ασθμαίνοντα λόγο της Πελαγίας -δεύτερης μέσα στο 2010, η άλλη είναι του Γιάννη Ξανθούλη- μιας λαϊκής, χωλής γυναίκας με πολλά πρόσωπα και πολλές ιδιότητες, αλλά με έναν κοινό άξονα: Την αφάνταστη -σχεδόν ιερή- δύναμη για επιβίωση σ´ ένα εξαιρετικά δύσκολο και ανθρωποφαγικό περιβάλλον, όπου μπερδεύονται μια μάνα μοιχαλίδα, αιμοβόροι συγγενείς, μια ύπουλη αδελφή, ανταγωνιστικές λαϊκές ξεπεσμένες τραγουδίστριες, αδύναμοι άντρες, πόρνες, τραβεστί, ομοφυλόφιλοι, μετανάστες, φυλακισμένοι, ξεπατωμένοι γάμοι, αιμομειξίες και ό, τι μπορεί να αναδυθεί από έναν κόσμο σκοτεινό, που ακολουθεί τους δικούς του κανόνες Ενας κόσμος που μέσα από την ύβριν ή τον καθαγιασμό του μπορεί να συνομιλεί με την Αρχαία Τραγωδία ή τα αποκαλυπτικά θρησκευτικά κείμενα. Ο συνειρμικός λόγος της βασικής ηρωίδας επιτρέπει τους συνεχείς χρονικούς διασκελισμούς από το παρελθόν στο παρόν και τούμπαλιν. Αυτοί οι συνεχείς χρονικοί διασκελισμοί αποκτούν μια κυκλικότητα και παράγουν ένα εσωτερικό ρυθμό, με αποτέλεσμα την ιδιαίτερα γοητευτική ποιητική του μυθιστορήματος. Ποιητική που φλερτάρει έντονα με την ποίηση στο τελευταίο τρισέλιδο κεφάλαιο με τον εύγλωττο τίτλο «Λιτανεία». Οι χώροι υπακούουν επίσης στην κυκλικότητα των χρονικών μετατοπίσεων. Δυτικές συνοικίες, Μεταξουργείο, Μανιάτικα Πειραιά, Καλλίπολη Μυτιλήνη. Η μόνη παρατήρηση που μπορεί να κάνει κανείς για το πρώτο μυθιστόρημα του 30χρονου συγγραφέα είναι ότι μέσα στην έξαψη της πρώτης δημιουργικής του σύνθεσης παράβλεψε την οικονομία της. Παρατήρηση, όμως, που δεν μειώνει τα προτερήματα του μυθιστορήματος.

30 άλλοι τίτλοι στην ίδια κατηγορία: