> ΘΕΑΤΡΟ>INSENSO - Όπερα

INSENSO - Όπερα

INSENSO - Όπερα

INSENSO - Όπερα

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Πρόκειται για την θεατρική διασκευή της νουβέλας του Camillo Boito, Senso, από τον Δημήτρη Δημιτριάδη. To σπέρμα του «Αισθήματος», γονιμοποίησε το συγγραφέα, που αργότερα αντιπρότεινε ένα νέο έργο, το Insenso, εμπνευσμένο από την νουβέλα, αλλά και την ομώνυμη ταινία του Luchino Visconti. Στο έργο που ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 2006, η βενετσιάνα Κόμισσα Λίβια Σερπιέρι επιβιώνει μέχρι σήμερα από και εξαιτίας της προδοσίας. Πρόδωσε τον εραστή της, τον Αυστριακό αξιωματικό Φραντς Μάλλερ, στα στρατεύματα κατοχής, ο οποίος είχε ήδη προδώσει τον έρωτά της. Η προδοσία παραμένει αθάνατη, όπως και η ηρωίδα μας. Αθάνατη, ανεπίδοτη, αγλαϊσμένη. Όπως η ίδια η Ιστορία. Γινόμαστε μάρτυρες ενός τέλους, η Ιστορία τελειώνει, με μεγαλύτερη διάρκεια από την ίδια την Ιστορία. Ένα τέλος που είναι άχρονο, ατέρμονο, ατελεύτητο και γι΄ αυτό πιο βασανιστικό, πιο ψυχοφθόρο, πιο τρελό. «Γι αυτό έζησα ως τώρα – τον σκότωσα εγώ τον κατέδωσα εκείνοι σε σκότωσαν όχι εγώ  γι΄ αυτό ζω μέχρι σήμερα  όχι εγώ όχι  αν τον είχα σκοτώσει εγώ – αν – που δεν – δεν θα ζούσα – μόνον τότε – μόνον αν σε είχα σκοτώσει – ζω – επειδή δε σε σκότωσα». Στο Insenso συναντάμε τα βασικά ζωτικά-ποιητικά-δραματικά ζητήματα του Δ. Δημητριαδη, εκείνα της ταυτότητας, του σώματος, της χώρας, του λόγου και, κυρίως, εκείνο της θνητότητας, της περατότητας, της εξάλειψης. Απομεινάρι της ιστορίας η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι, έχοντας βιώσει τον 19ο και του 20ό αιώνα, φθάνει ως τον 21ο ψυχικά εξουθενωμένη, με το μυαλό της ανατιναγμένο από τις ατομικές βόμβες της ερωτικής υπέρβασης, της ταξικής πτώσης και της αδιέξοδης προδοσίας. Ένα ψυχικό και ιδεολογικό βαμπίρ που απωθεί, μισεί τον εαυτό της, ταυτίζεται με τον Φραντς Μάλλερ, γίνεται αυτός, παίρνει τη θέση του.

Διαθεσιμότητα: Εξαντλημένο


11,00 €

Αγορά
  • Επίμετρο: ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ
  • Σελίδες: 56
  • Σχήμα: 18.5x13
  • ISBN: 978-960-518-298-4

εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του ΓΙΩΡΓΟΥ ΞΕΝΑΡΙΟΥ
25/7/2008

Ένας παθιασμένος έρωτας

Στο «Insenso» ο Δημητριάδης πραγματεύεται τον παθιασμένο έρωτα της κόμισσας Λίβια Σερπιέρι για τον υπαξιωματικό του αυστριακού στρατού Φραντς Μάλερ. Οπως μας πληροφορεί το επίμετρο, το όλο κείμενο είναι εμπνευσμένο από την ταινία του Βισκόντι «Senso» (1954): τέλη της αυστριακής κατοχής της Ιταλίας (περ. 1860), η κόμισσα ερωτεύεται παράφορα τον Φραντς, αλλά εκείνος την εγκαταλείπει. Εκείνη, τυφλωμένη απ' αυτή την εγκατάλειψη, προδίδοντας τόσο τον εραστή της όσο και την πατρίδα της, τον καταγγέλλει επί λιποταξία, και ο Φραντς συλλαμβάνεται και οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Δ.Δ. παραλαμβάνει την κόμισσα απ' αυτό το σημείο και μετά, προϋποθέτοντας έτσι την εναρκτήρια ιστορία και θέτοντας τον εαυτό του σ' ένα αφηγηματικό «μετά», που είναι διάχυτο σε όλο το βιβλίο.
Το «Insenso» είναι ένας μετωπικός μονόλογος της Λίβια, ένα σύμφυρμα, μεικτό αλλά νόμιμο, λογοτεχνικής γραφής και θεατρικού λόγου. Χωρίς καθόλου αφηγηματολογικές περιπλοκές -απ' αρχής έως τέλους μιλάει μόνον η μοναδική πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια-, χωρίς άλλα πρόσωπα να παρεμβαίνουν, χωρίς άλλα αφηγηματικά γεγονότα, ο μονόλογος αυτός έχει θεματικό στόχο και τέρμα του το καταγωγικό σκοτάδι από το οποίο γεννήθηκε ο έρωτας και αισθητικό του γνώμονα τη γυμνότητα.

Η μείξη αυτή του θεατρικού (εκφερόμενου) με τον λογοτεχνικό (αναγιγνωσκόμενο) λόγο παρουσιάζει και μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή: καθώς το κείμενο (ο πραγματωμένος λόγος του συγγραφέα) πρόκειται να συναντήσει, σε μια μελλοντική για τον αναγνώστη στιγμή, την παράσταση, δημιουργεί μια προσδοκία (ποιητικού τύπου, για την οποία έχουμε ξαναγράψει ότι αποτελεί διαφοροποιό στοιχείο σε σχέση με τον άπαξ συντελεσμένο, και ολοκληρωμένο, πεζό λόγο) για την οριστική -με θεατρικά μέσα- επιτέλεσή του, προσδοκία η οποία τροποποιεί ριζικά την αναγνωστική συνθήκη: το (αναγνωστικό) παρόν του κειμένου συνδέεται άρρηκτα με το (θεατρικό) μέλλον του, έτσι ώστε ο αναγνώστης να έχει μια αίσθηση διαρκούς εκκρεμότητας ανάμεσα στην πραγματωμένη και τη μελλοντική αφήγηση, ανάμεσα σ' ένα «πριν» και σ' ένα «μετά» του ίδιου κειμένου, ανάμεσα -τελικά- στην υπόσχεση της καλλιτεχνικής σύμβασης και την εκπλήρωσή της.
Είπαμε πως στο «Insenso» δεν υπάρχουν αφηγηματολογικές διαταραχές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αλλαγές (καλύτερα: μετατοπίσεις) προσώπων. Συχνά - πυκνά μέσα στο κείμενο, χωρίς ν' αλλάζει ο αφηγητής, εναλλάσσεται ο «ακροατής» του. Η Λίβια, μιλώντας, προϋποθέτει άλλοτε έναν δευτεροπρόσωπο, και άλλοτε έναν τριτοπρόσωπο ακροατή. Αυτή η εναλλαγή όχι πια του αφηγηματικού αλλά του «ακροαματικού» προσώπου προσδίδει, πέρα από τον «αιφνιδιασμό», και μια αγωνία στην αφήγηση, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα ξεχασμένο στη λογοτεχνία, αλλά πάντα παρόν στο θέατρο πρόσωπο, τον ακροατή. Ο μη αναμενόμενος διάλογος έχει συντελεστεί, μόνο που ενώ το ομιλούν πρόσωπο είναι γνωστό, ο δέκτης είναι, και θα παραμείνει, αταύτιστος - εκτός κι αν είσαι εσύ, αναγνώστη, ή εσύ, Φραντς, ή, κάποτε κάποτε, εσύ, Λίβια, η ίδια.

Αλλά μιας και μιλάμε για ακροατή, μας γεννιέται η ιδέα ότι ο Δ.Δ., γράφοντας, ακούει ταυτόχρονα το κείμενό του. Οχι όμως με τον τρόπο του Φλομπέρ, όχι για λόγους στιλιστικούς. Ολα σχεδόν τα κείμενά του, λογοτεχνικά ή θεατρικά, μοιάζουν σαν ο συγγραφέας τους να τα ακούει, διαβάζοντάς τα, τη στιγμή που τα γράφει. Κι αυτό έχει δύο παρακολουθήματα: α) ο ίδιος ο συγγραφέας γίνεται ο πρώτος αναγνώστης -αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας μαζί- της γραφής του και β) η γραφή αυτή αποκτά μια σωματικότητα, στη ρίζα της οποίας βρίσκεται αυτή ακριβώς η ιδιότυπη προφορικότητα (ας μην παρεξηγηθεί ο όρος).

Ο Δ.Δ., και στο «Insenso», επιστρέφει στις ισόβιες εμμονές του, από τις οποίες ο έκτοπος έρωτας δεν είναι η μικρότερη. Εκτοπος, γιατί, έτσι ολόκληρο, αδηφάγο, διχαστικό και ενωτικό μαζί, όπως τον θέλει ο συγγραφέας, δεν έχει τόπο να σταθεί. Ο έρωτας της Λίβια για τον Φραντς, με όλες τις ψυχικές του παρενδυσίες -κάτι ανάλογο, με άλλον τρόπο, διερευνά στο έργο του ο Ζενέ- και πέρα από την προφανή του ακρότητα, θέτει ένα ζήτημα «τόπου», ζήτημα που, κατά τη γνώμη μας, εξέχει σε όλο το έργο του Δημητριάδη, από τη Χώρα ώς την Ιταλία του «Insenso». Ενας τόπος όχι γεωγραφικός, αλλά ψυχικός και, κατά μία έννοια, «πολιτικός», αφού το βαθύτερο αίτημα της γραφής του Δ.Δ. είναι, νομίζουμε, ένα αίτημα ελευθερίας.

Ο Δημητριάδης είναι από τους συγγραφείς εκείνους, όπως και μερικοί άλλοι στη χώρα μας, για τους οποίους η τρέχουσα πολιτισμική συνθήκη είναι αντίξοη. Περιττό να πούμε πως όλα τα σημαντικά χαρακτηριστικά της συνθήκης αυτής (ταχύτητα του μηνύματος, ευχερής πρόσληψη, συμβατότητα με το σύστημα αξιών της κ.λπ.) έρχονται σε ευθεία ρήξη με εκείνες τις αφηγήσεις που κλείνουν μέσα τους μια υπαρκτικότερη διάσταση, που αναμετρώνται, σε γλώσσα μη αφελή, με τα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης και της γραφής και, βέβαια, που αδιαφορούν γι' αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα των επικοινωνιολόγων που ονομάζεται «μέσος αναγνώστης», η τυραννία του οποίου έχει παγιδεύσει ακόμα και αξιόλογους συγγραφείς. Ετσι λοιπόν, ακόμα και αν έχει κανείς, όπως ο γράφων, ενστάσεις -πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;- για ορισμένες πτυχές του έργου του, όπως, π.χ., για την ποιητικότητα των άκρων ορίων, η οποία κινδυνεύει να γίνει μια συμπαγής ποιητική που υπαγορεύει όλη τη γραφή του, πρόθυμα αναγνωρίζει ότι το συνολικό έργο του Δημητριάδη, έργο στην ουσία του επικό, συνιστά μια διακριτή και αγωνιώδη ανθρωπογνωστική λογοτεχνική μελέτη.

7 άλλοι τίτλοι στην ίδια κατηγορία: